Πατερικά Κείμενα


Ιωάννου Δαμασκηνού
ΚΑΝΟΝΑΣ ΣΤΗΝ
ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ
ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΑ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ὠδή α’. Ἦχος πλ. δ’

Ὁ Μωϋσῆς, σάν εἶδε σέ χρόνους παλαιούς,
στήν θάλασσα, σέ στύλο πύρινο καί σέ νεφέλη
τήν δόξα τοῦ Κυρίου, προφητικῶς ἀναφώνησε·
«Ἄς τραγουδήσουμε στόν λυτρωτή καί Θεό μας!».
Κρύβοντας τό θεωμένο σῶμα του
μέσα σέ βράχο ὁ θεόπτης Μωϋσῆς
ἔβλεπε τόν ἀόρατο κι ἀναφωνοῦσε·
«Ἄς τραγουδήσουμε στόν λυτρωτή καί Θεό μας!».
Σύ πάνω στό ὄρος τό νομικό
καί στό Θαβώριο φάνηκες στόν Μωϋσῆ,
τότε μέσα σέ γνόφο,
τώρα στό ἀπρόσιτο φῶς τῆς θεότητας.

Ὠδή γ’

Ἡ δόξα πού σκίαζε τήν σκηνή πρωτύτερα
καί στόν Μωϋσῆ μιλοῦσε, τόν δοῦλο Σου,
τύπος ἔγινε τῆς μεταμόρφωσής Σου,
πού ἄστραψε, Δέσποτα, στό Θαβώρ ἄρρητα.
Ἀνέβηκαν μαζί Σου, Λόγε μονογενές, ὕψιστε,
τῶν ἀποστόλων οἱ ἔγκριτοι στό ὄρος Θαβώρ.
Καί κοντά στάθηκαν ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας
ὡς Θεοῦ ὑπηρέτες μόνε φιλάνθρωπε.
Ὄντας Θεός τέλειος, ἔγινες τέλειος ἄνθρωπος,
μέ τήν Θεότητα ὅλη ἕνωσες τήν ἀνθρωπότητα
στήν ὑπόστασή Σου, αὐτήν πού εἶδαν
στίς δύο της φύσεις ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας
πάνω στό ὄρος Θαβώρ.

Ὠδή δ’

Δέσποτα, Σύ πού φύλαξες τήν φλεγομένη βάτο
ἀπείραχτη, προτύπωσες στόν Μωϋσῆ
σάρκα πού ἔλαμπε τό φῶς τῆς Θεότητας.
Κι αὐτός μελωδοῦσε· «Δόξα στήν δύναμή Σου Κύριε!»
Κρύφτηκε ἀπ᾽ τίς ἀκτῖνες τῆς Θεότητας
ὁ αἰσθητός ἥλιος, σάν εἶδε στό Θαβώρ
Ἰησοῦ μου, τήν μεταμόρφωσή Σου.
«Δόξα στήν δύναμή Σου Κύριε!»
Πῦρ φάνηκες ἄϋλο, Δέσποτα,
πού δέν φλέγει τήν ὕλη τοῦ σώματος,
στούς ἀποστόλους, τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία,
Ἕνας ἀπό δύο τέλειες φύσεις.
Ρητορική γλώσσα ἀδυνατεῖ
τά μεγαλεῖα Σου νά ἐκφράσει.
Στό ὄρος Θαβώρ ὁ Κύριος τῆς ζωῆς
τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία κάλεσες
τῆς θεότητάς Σου μάρτυρες.
Σύ Χριστέ, πού μέ ἀόρατα χέρια
ἔπλασες κατ᾽ εἰκόνα Σου τόν ἄνθρωπο,
τό ἀρχέτυπό Σου κάλλος στό πλάσμα ἀποτύπωσες·
ὄχι σάν σέ εἰκόνα, ἀλλ᾽ ὁ Ἴδιος κατ᾽ οὐσίαν
ὁ Θεός, μαζί καί ἄνθρωπος.
Ἑνώθηκες ἀσυγχύτως,
καί μᾶς φανέρωσες τό πῦρ τῆς Θεότητας,
πού ἁμαρτίες καταφλέγει καί τίς ψυχές φωτίζει,
στό ὄρος Θαβώρ, ὅπου θάμπωσες
τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία καί τῶν Μαθητῶν τούς πρώτους.

Ὠδή στ’

Μέγα καί φοβερό φάνηκε θέαμα σήμερα!
ἀπό τόν οὐρανό αἰσθητός, ἀπό τήν γῆ ἀσύγκριτος
ἔλαμψε πάνω στό Θαβώρ
ὁ νοητός τῆς δικαιοσύνης ἥλιος.
«Ἐξασθένησε, παρῆλθε ἡ σκιά τοῦ νόμου
καί ὄντως ἦλθε ὁ Χριστός, ἡ ἀλήθεια»,
ὁ Μωϋσῆς στό Θαβώρ ἀναφώνησε
ἀντικρύζοντάς Σου τήν θεότητα.
Ὁ στύλος στόν Μωϋσῆ ἐμφανέστατα
τόν μεταμορφούμενο Χριστό προδήλωσε,
σαφῶς δέ ἡ νεφέλη τήν χάρη τοῦ Πνεύματος
πού τό Θαβώρ ἐπισκίασε.

Ὠδή ζ’

Τώρα θεάθηκαν στούς ἀποστόλους τά ἀθέατα.
Θεότητα σέ σάρκα ἀστράπτει στό Θαβώρειο ὄρος.
Γι᾽ αὐτό ἀναφωνοῦν·
«Εὐλογητός εἶσαι Κύριε ὁ Θεός, στούς αἰῶνες!»
Μέ τρόμο καί ἔκπληξη
τήν εὐπρέπεια τῆς θείας βασιλείας
στό Θαβώρ οἱ ἀπόστολοι εἶδαν κι ἀναφώνησαν·
«Εὐλογητός εἶσαι Κύριε ὁ Θεός, στούς αἰῶνες!»
Ἀκούσθηκαν τώρα τά ἀνήκουστα.
Υἱός δίχως πατέρα ἀπ᾽ τήν Παρθένο,
ἐνδόξως μαρτυρεῖται ἀπό τήν πατρική φωνή
Θεός καί ἄνθρωπος, αἰώνια ἀναλλοίωτος.
Θέση ὑψίστου δέν κατέλαβες,
ἀλλ᾽ Υἱός ἀγαπημένος κατά τήν οὐσία προϋπάρχοντας,
δίχως τροπή ὡς ἄνθρωπος ἦλθες κοντά μας.
«Εὐλογητός εἶσαι Κύριε ὁ Θεός, στούς αἰῶνες!»

Ὠδή η’

Οἱ μαθητές σου, Δέσποτα,
τήν μαρτυρία τοῦ Πατρός ἀκούγοντας
καί τοῦ προσώπου Σου τήν ἀστραπή,
τήν δυνατότερη ἀπ᾽ τήν ὅραση μή ὑπομένοντας,
ἔπεσαν στήν γῆ καί μελωδοῦσαν μέ φόβο·
«Ἱερεῖς εὐλογεῖτε, πλήθη δοξάζετε
τόν Χριστόν στούς αἰῶνες!»
Βασιλιάς ὡραιότατος τῶν βασιλέων ὑπάρχεις
καί τῶν ἁπανταχοῦ κυριάρχων Κύριος,
δεσπότης μακάριος καί ἔνοικος φωτός ἀπροσίτου,
ὅπου ἔκπληκτοι οἱ μαθητές ἀναφώνησαν·
«Ἄς εὐλογοῦν οἱ νέοι, ἄς ἀνυμνοῦν οἱ ἱερεῖς,
ὁ λαός ἄς δοξάζει τόν Χριστόν στούς αἰῶνες!»
Ὅπως στόν δεσπότη τ᾽ οὐρανοῦ,
τόν βασιλιά τῆς γῆς καί τῶν καταχθονίων τόν Κύριο
στάθηκαν παραστάτες Σου, Χριστέ,
ἀπό τήν γῆ οἱ ἀπόστολοι,
ἀπό τόν οὐρανό ὁ Θεσβίτης Ἠλίας
κι ὁ Μωϋσῆς ἀπ᾽ τούς νεκρούς, σέ ἁρμονικό μελώδημα·
«Λαέ δόξαζε τόν Χριστό στούς αἰῶνες!»
Οἱ μέριμνες πού γεννοῦν τήν ραθυμία
στήν γῆ ἐγκαταλείφθηκαν
μέ τήν ἐκλογή τῶν ἀποστόλων, φιλάνθρωπε,
ὅταν Ἐσένα ἀπό τήν γῆ ἀκολούθησαν
πρός τήν μετάρσια θεία πολιτεία.
Καί ἐπαξίως βλέποντας τήν θεοφάνειά Σου
μελωδοῦσαν· «Λαέ δόξαζε τόν Χριστό στούς αἰῶνες!»

Ὠδή θ’

Γιά νά δείξεις φανερά τήν ἀπόρρητη δεύτερη ἔλευση,
πῶς ὁ Ὕψιστος Θεός μεταξύ θεῶν θά φανεῖ,
στό Θαβώρ στούς ἀποστόλους, τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία ἀρρήτως ἔλαμψες. Καί ὅλοι, Χριστέ, σέ μεγαλύνουμε.
Ἀκολουθῆστε με λοιπόν, λαοί,
νά ἀνεβοῦμε στό ὄρος τό ἅγιο, τό ἐπουράνιο,
στήν πόλη τοῦ ζῶντος Θεοῦ πνευματικά νά σταθοῦμε
καί μέ τόν νοῦ μύστες νά γίνουμε ἄϋλης Θεότητας,
τοῦ Πατρός καί τοῦ Πνεύματος σέ μονογενῆ Υἱό ἀπαστράπτουσας.
Κέντησες τόν πόθο μου, Χριστέ,
καί μέ ἀλλοίωσες μέ τόν θεῖο σου ἔρωτα.
Ἀλλά κατάκαυσε μέ ἄϋλο πῦρ τίς ἁμαρτίες μου
κι ἀξίωσέ με πλησμονή νά νιώσω τῆς τρυφῆς ἐντός Σου
καί σκιρτώντας νά μεγαλύνω, ἀγαθέ, τίς δυό παρουσίες
Σου.

Γρηγορίου του Παλαμά

ΟΜΙΛΙΑ
ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ
ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΑ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Ὅπου καί ἀπόδειξη ὅτι, ἄν καί εἶναι ἄκτιστο τό κατ᾽ αὐτήν θειότατο φῶς, ὅμως δέν εἶναι οὐσία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας προεῖπε γιά τό εὐαγγέλιο ὅτι «λόγο συντετμημένο θά δώσει ὁ Κύριος ἐπί τῆς γῆς» (Ἠσ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, πού μέσα σέ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ἄς ἐπανεξετάσουμε λοιπόν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει κι ἄς προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται, γιά νά ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ἀπό τά ἐναποκείμενα ἄφθαρτα νοήματα καί ὁλόκληροι νά καταληφθοῦμε ἀπό τά θεῖα.
«Τόν καιρό ἐκεῖνο παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη καί τούς ἀνεβάζει σέ ὄρος ὑψηλό κατ᾽ ἰδίαν. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καί ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος» (Ματθ. 17, 1). Ἰδού τώρα εἶναι καιρός εὐπρόσδεκτος, σήμερα ἡμέρα σωτηρίας, ἀδελφοί, ἡμέρα θεία, νέα καί ἀΐδιος, πού δέν μετρεῖται μέ διαστήματα, δέν αὐξομειώνεται, δέν διακόπτεται ἀπό νύκτα. Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος δέν ὑφίσταται ἀλλοίωση ἤ σκιά ἕνεκα μετατροπῆς» (Ἰακ. 1, 7). Αὐτός, ἀφ᾽ ὅτου φιλανθρώπως ἔλαμψε σέ μᾶς μέ εὐδοκία τοῦ Πατρός καί συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μᾶς ἐξήγαγε ἀπό τό σκοτάδι στό θαυμαστό του φῶς, συνεχίζει γιά πάντα νά λάμπει πάνω ἀπό τά κεφάλια μας ὡς ἄδυτος ἥλιος.
Ἐπειδή, λοιπόν, εἶναι δικαιοσύνης καί ἀλήθειας ἥλιος, δέν ἀνέχεται νά φέγγει καί νά γνωρίζεται ἀπό αὐτούς πού μετέρχονται τό ψεῦδος ἤ ὑψώνουν τήν ἀδικία μέ λόγια ἤ τήν ἐπιδεικνύουν μέ ἔργα. Ἀλλά ἐμφανίζεται καί γίνεται πιστευτός ἀπό τούς ἐργάτες τῆς δικαιοσύνης καί τούς ἐραστές τῆς ἀλήθειας καί αὐτούς εὐφραίνει μέ τίς λάμψεις Του. Αὐτό εἶναι πού λέει ἡ Γραφή «Φῶς ἀνέτειλε γιά τόν δίκαιο καί ἡ σύζυγός του εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 96, 12). Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ἄδει πρός τόν Θεό: «Τό Θαβώρ καί ὁ Ἑρμών θά ἀγαλλιάσουν στό ὄνομά σου» (Ψαλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας τήν εὐφροσύνη πού προκλήθηκε ἀργότερα στό ὄρος ἀπό τήν ἔλλαμψη ἐκείνη σ᾽ αὐτούς πού τήν εἶδαν. Ὁ δέ Ἠσαΐας λέει: «λύσε κάθε δεσμό ἀδικίας, διάλυσε τούς κόμπους βιαίων συνθηκῶν, κάθε ἄδικη συμφωνία ἀναίρεσε» (Ἠσ. 58, 6). Καί κατόπιν: «Τότε θά ξεχυθεῖ σάν τήν αὐγή τό φῶς σου καί τά ἰάματά σου γρήγορα θά ἀνατείλουν, θά πορεύεται ἐνώπιόν σου ἡ δικαιοσύνη σου καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θά σέ προστατεύει» (Ἠσ. 58, 8). Καί πάλι, «ἐάν ἀφαιρέσεις ἀπό σένα δεσμό καί χειρονομία καταδικαστική καί κακολογία, καί δώσεις στόν πεινασμένο ἄρτο μέ τήν ψυχή σου καί χορτάσεις ψυχή ταπεινωμένη, τότε θά ἀνατείλει μέσα ἀπό τό σκοτάδι τό φῶς σου καί τό σκοτάδι σου θά γίνει σάν μεσημέρι» (Ἠσ. 58, 9). Πράγματι, τούς καθιστᾶ κι αὐτούς ἄλλους ἥλιους, πάνω στούς ὁποίους ὁ ἥλιος αὐτός θά λάμψει ἀπλέτως· «διότι θά λάμψουν καί οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος στήν βασιλεία τοῦ Πατρός τους» (Ματθ. 13, 43).
Ἄς ἀποβάλλουμε λοιπόν, ἀδελφοί, τά ἔργα τοῦ σκότους, κι ἄς ἐργαζόμαστε τά ἔργα τοῦ φωτός, ὥστε ὄχι μόνο νά βαδίσουμε εὐσχημόνως σάν σέ τέτοια ἡμέρα, ἀλλά καί ἡμέρας υἱοί νά γίνουμε. Καί ἄς ἀνεβοῦμε στό ὄρος, ὅπου ὁ Χριστός ἔλαμψε, γιά νά δοῦμε τί συνέβη ἐκεῖ. Ἤ μᾶλλον, ἐάν εἴμαστε ὅπως πρέπει καί ἔχουμε γίνει ἄξιοι τέτοιας ἡμέρας, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θά μᾶς ἀνεβάσει στόν κατάλληλο καιρό. Τώρα ὅμως, παρακαλῶ, ἐντείνετε καί ἀνυψῶστε τούς ὀφθαλμούς τῆς διάνοιας πρός τό φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕως ὅτου μεταμορφωθεῖτε μέ τήν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ σας καί ἔτσι ἀποκτώντας τήν θεία αἴγλη ἀπό ψηλά, νά γίνετε σύμμορφοι μέ τό ὁμοίωμα τῆς δόξας τοῦ Κυρίου (Φιλ. 3, 21), τοῦ ὁποίου τό πρόσωπο ἐπάνω στό ὄρος ἔλαμψε σήμερα σάν τόν ἥλιο.
Τί σημαίνει «σάν τόν ἥλιο;» Κάποτε τό ἡλιακό φῶς δέν ὑπῆρχε σάν σέ σκεῦος στόν δίσκο τοῦτο. Τό μέν φῶς εἶναι πρωτογεννημένο, τόν δέ δίσκο τήν τετάρτη ἡμέρα δημιούργησε ὁ Κτίστης τῶν πάντων, ἀνάβοντας σ᾽ αὐτόν τό φῶς καί κάμνοντάς τον ἄστρο πού φέρνει τήν ἡμέρα καί συγχρόνως φαίνεται τήν ἡμέρα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τό φῶς τῆς θεότητας κάποτε δέν βρισκόταν σάν σέ σκεῦος στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο μέν εἶναι πρίν ἀπό κάθε ἀρχή καί δίχως ἀρχή. Τοῦτο δέ τό πρόσλημμα, τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπό μᾶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, δημιουργήθηκε γιά χάρη μας στούς ὕστερους χρόνους, λαμβάνοντας ἐντός του τό πλήρωμα τῆς θεότητας. Ἔτσι ἐμφανίσθηκε φωστήρας θεοποιός καί συνάμα θεοφεγγής. Ἔτσι ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς. Ὁ δέ Μᾶρκος λέει «στιλπνά καί λευκά πολύ σάν χιόνι, τέτοια πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπί τῆς γῆς» (Μαρκ. 9, 3).
Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μέ τό ἴδιο φῶς καί τό προσκυνητό ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τά ἱμάτια, ἀλλ᾽ ὄχι ἐξίσου. Διότι τό μέν πρόσωπό Του σάν τόν ἥλιο ἔλαμψε, τά δέ ἱμάτια, ἐφόσον ἄγγιζαν τό σῶμα Του, ἔγιναν φωτεινά. Καί ἔδειξε μέ αὐτό ποιές εἶναι οἱ στολές τῆς δόξας, πού θά ἐνδυθοῦν κατά τόν μέλλοντα αἰῶνα ὅσοι πλησίασαν τόν Θεό, καί ποιά εἶναι τά ἐνδύματα τῆς ἀναμαρτησίας, τά ὁποῖα ὅταν ἀπέβαλε ὁ Ἀδάμ λόγῳ τῆς παραβάσεως, φαινόταν γυμνός καί αἰσθανόταν ντροπή. Ὁ μέν θεῖος Λουκᾶς λέει: «Ἔγινε ἡ μορφή Του διαφορετική καί ἡ ἐνδυμασία Του λευκή καί ἀπαστράπτουσα», βλέποντας ὅτι ὅλα τά ἐκεῖ τελούμενα δέν ἔχουν κάτι ἀντίστοιχο νά συγκριθοῦν. Ὁ δέ Μᾶρκος εἰκονίζει μέν τά ἱμάτια, λέγοντας ὅμως ὅτι εἶναι στιλπνά καί λευκά σάν χιόνι ἔδειξε καί αὐτός ὅτι οἱ εἰκόνες καί τά παραδείγματα ὑστεροῦν ἔναντι τῆς θέας τῶν ἱματίων ἐκείνων. Διότι τό χιόνι εἶναι μέν λευκό, ἀλλ᾽ ὄχι στιλπνό. Ἔχει πάντα ἀνώμαλη ἐπιφάνεια, ἐφόσον ὅλο ἀποτελεῖται ἀπό μικρές φυσαλίδες λόγῳ τῆς μίξεως τοῦ ἐνυπάρχοντος σ᾽ αὐτό ἀέρα. Ὅταν δηλαδή τό σύννεφο δέν ἔχει ἀκόμη συσταθεῖ τελείως καί δέν μπορεῖ νά ἀποβάλει τόν ἐνυπάρχοντα ἀέρα, πήζει ἀπό τήν σφοδρότητα τοῦ ψύχους καί ἔτσι κατέρχεται γεμᾶτο ἀέρα, λευκό καί ἀνώμαλο, ὅπως περίπου ὁ ἀφρός.
Ἐπειδή, λοιπόν, δέν ἀρκοῦσε τό λευκό τοῦ χιονιοῦ, γιά νά παραστήσει τήν τερπνότητα τῆς θέας ἐκείνης, συμπεριλήφθηκε καί τό στιλπνό, δείχνοντας καί μ᾽ αὐτά ὁ εὐαγγελιστής τήν ὑπερφυῆ φύση τοῦ φωτός ἐκείνου, μέ τό ὁποῖο τά ἱμάτια ἐκεῖνα ἔγιναν στιλπνά καί λευκά. Πράγματι, δέν εἶναι ἰδιότητα τοῦ φωτός νά καθιστᾶ λευκά καί στιλπνά αὐτά πού φωτίζει, ἀλλά νά δείχνει τό χρῶμα τους. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο, καθώς φαίνεται, τά ἀποκάλυψε ἤ μᾶλλον τά ἀλλοίωσε, πρᾶγμα πού δέν συνιστᾶ ἰδιότητα αἰσθητοῦ φωτός. Τό δέ ἀκόμη παραδοξότερο, ὅτι καί ὅταν τά ἀλλοίωσε, τά διατήρησε πάλι ἀναλλοίωτα, ὅπως φάνηκε λίγο ἀργότερα. Πῶς νά τά ἐνεργεῖ αὐτά φῶς γνώριμο σέ μᾶς; Γι᾽ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής θέλοντας νά δείξει ὑπερφυῆ ὄχι μόνο τήν ὑπεροχική λαμπρότητα καί ὀμορφιά τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί τήν ὡραιότητα τῶν ἐνδυμάτων, παραμέρισε μέ τρόπο τήν φυσική ὡραιότητα συνάπτοντας τήν στιλπνότητα μέ τό λευκό τοῦ χιονιοῦ. Ἐπειδή ὅμως καί ἡ τέχνη μαζί μέ τήν φύση ἐπινοεῖ τό ὡραῖο, θέτοντας ἐκείνη τήν ὀμορφιά πάνω ἀπό τεχνητούς ὡραϊσμούς, ἀναφέρει: «τέτοια, πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπάνω στήν γῆ».
Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ προαιώνιος Λόγος, πού σαρκώθηκε γιά μᾶς, ἡ ἐνυπόστατη σοφία τοῦ Πατρός, φέρει ὁπωσδήποτε μέσα Του καί τόν λόγο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· τοῦ ὁποίου τό γράμμα εἶναι σάν ἐνδυμασία· λευκό καί σαφές, συνάμα δέ στιλπνό καί λαμπρό καί σάν μαργαριτάρι, μᾶλλον δέ θεοπρεπές καί ἔνθεο γι᾽ αὐτούς πού βλέπουν πνευματικά τά τοῦ Πνεύματος καί ἑρμηνεύουν θεοπρεπῶς τίς λέξεις τῶν κειμένων καί δείχνουν ὅτι τά λόγια τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος εἶναι τέτοια, πού γναφέας ἐπάνω στήν γῆ, δηλαδή σοφός τοῦ κόσμου τούτου, δέν μπορεῖ νά διασαφήσει. Καί τί λέω νά διασαφήσει; Δέν μπορεῖ νά τά κατανοήσει, οὔτε ὅταν τά ἑξηγεῖ ἄλλος. Διότι, καθώς λέει ὁ ἀπόστολος, «ψυχικός ἄνθρωπος δέν δέχεται τά τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νά τά γνωρίσει» (Α’ Κορ. 2, 14). Γι᾽ αὐτό καί ἐσφαλμένως θεωρεῖ αἰσθητές τίς ἀσύλληπτες καί θεῖες καί πνευματικές ἐλλάμψεις, «ἐρευνώντας πράγματα πού δέν εἶδε, μάταια ὑπερυφανευόμενος μέ τόν ὑποδουλωμένο στήν ἁμαρτία νοῦ του» (Κολ. 2, 18).
Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος, πού ὁ νοῦς του φωτίσθηκε ἀπό τήν θεσπέσια ἐκείνη θέα καί ἀνυψώθηκε πρός θεῖο ἔρωτα καί πόθο μεγαλύτερο, μή θέλοντας πλέον νά ἀποχωρισθεῖ τό φῶς ἐκεῖνο, «καλό εἶναι νά εἴμαστε ἐδῶ», ἔλεγε στόν Κύριο, «ἄν θέλεις, ἄς κατασκευάσουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσῆ καί μία γιά τόν Ἠλία», μή γνωρίζοντας τί λέει. Διότι, βέβαια, δέν εἶχε φθάσει ὁ καιρός τῆς ἀποκαταστάσεως. Ὅταν ἔλθει ὁ καιρός, δέν θά χρειασθοῦμε σκηνές χειροποίητες. Πέρα ἀπό αὐτό, δέν ἔπρεπε νά ἐξισώνει τόν Δεσπότη μέ τούς δούλους μέ τήν ὁμοιότητα τῶν σκηνῶν. Ὁ μέν Χριστός ὡς Υἱός γνήσιος στούς κόλπους τοῦ Πατρός βρίσκεται, οἱ δέ προφῆτες ὡς υἱοί γνήσιοι τοῦ Ἀβραάμ στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ ὅπως πρέπει θά κατοικήσουν. Καθώς λοιπόν ὁ Πέτρος στήν ἄγνοιά του ἔλεγε αὐτά, «ἰδού, νεφέλη φωτεινή τούς ἐπισκίασε», διακόπτοντας τούς λόγους τοῦ Πέτρου καί δείχνοντας ποιά εἶναι ἡ σκηνή πού ἁρμόζει στόν Χριστό. Τί ἦταν ὅμως αὐτή ἡ νεφέλη καί πῶς, ἐνῶ ἦταν φωτεινή, τούς ἐπισκίασε; Μήπως εἶναι αὐτή τό ἀπρόσιτο φῶς, στό ὁποῖο ὁ Θεός κατοικεῖ, τό φῶς πού ἐνδύεται σάν ἱμάτιο; Διότι λέει: «αὐτός πού καθιστᾶ τά σύννεφα ἄμαξά Του» (103, 4) καί «ἔθεσε τό σκότος περικάλυμμά Του σάν κυκλική σκηνή» (Ψαλμ. 17, 13), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: «εἶναι ὁ μόνος πού ἔχει ἀθανασία καί κατοικεῖ σέ φῶς ἀπρόσιτο» (Α’ Τιμ. 6, 16). Ὥστε τό ἴδιο εἶναι ἐδῶ καί φῶς καί σκότος, πού ἐπισκιάζει ἀπό ἀσύγκριτη λαμπρότητα.
Ἀλλά καί αὐτό, πού λίγο πρίν εἶδαν τά μάτια τῶν ἀποστόλων, χαρακτηρίζεται ὡς ἀπρόσιτο ἀπό τούς ἱερούς θεολόγους. «Σήμερα εἶναι φωτός ἀπροσίτου ἄβυσσος. Σήμερα φωτίζει τούς ἀποστόλους ἀπεριόριστη ἔκχυση θείας αἴγλης στό Θαβώρ». Καί ὁ μέγας Διονύσιος ἀποκαλώντας γνόφο τό ἀπρόσιτο φῶς, ὅπου λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός λέει ὅτι «σ᾽ αὐτόν τόν γνόφο εἰσέρχεται ὅποιος ἀξιώνεται νά γνωρίσει καί νά δεῖ τόν Θεό». Ἑπομένως τό ἴδιο φῶς ἦταν αὐτό πού πρωτύτερα ἔβλεπαν νά λάμπει ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου οἱ ἀπόστολοι καί ἡ φωτεινή νεφέλη πού κατόπιν ἐπισκίασε. Ἀλλά στήν ἀρχή ἐπειδή ἔλαμπε μετριότερα, ἐπέτρεπε τήν ὅραση. Ὅταν ὅμως διαχύθηκε μέ πολύ μεγαλύτερη ἔνταση, ἦταν γι᾽ αὐτούς ἀόρατο λόγῳ τῆς ἀσύγκριτης λαμπρότητας. Καί ἔτσι ἐπισκίασε τήν πηγή τοῦ θείου καί ἀεννάου φωτός, τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης Χριστό. Ἄλλωστε, καί στόν αἰσθητό ἥλιο τό ἴδιο φῶς καί τήν ὅραση παρέχει μέσω τῆς ἀκτίνας καί ἀφαιρεῖ πάλι τήν ὅραση, ὅταν κατάματα τόν κοιτάξει κανείς, διότι ἡ λαμπρότητά του εἶναι ὑπεράνω τῆς δυνατότητας τῶν ὀφθαλμῶν μας.
Ἀλλ᾽ ὁ μέν αἰσθητός ἥλιος φαίνεται ὅπως εἶναι ἐκ φύσεως καί ὄχι ὅπως θέλει, οὔτε μόνο σέ ὅποιους θέλει. Ὁ δέ ἥλιος τῆς ἀλήθειας καί τῆς δικαιοσύνης Χριστός, ἔχοντας ὄχι μόνο φύση καί φυσική λαμπρότητα καί δόξα, ἀλλά καί θέληση ἀνάλογη, φωτίζει προνοητικῶς καί σωτήρια μόνο ὅσους θέλει καί ὅσο θέλει. Ἔτσι θέλησε καί φάνηκε σάν ἥλιος ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καί μάλιστα ὄχι ἀπό μεγάλη ἀπόσταση. Ἔπειτα ἔλαμψε πιό ἔντονα κατά τήν θέλησή Του καί ἀπό τήν ἀσύγκριτη φωτεινότητα ἔγινε ἀόρατος στά μάτια τῶν ἀποστόλων, σάν νά εἰσῆλθε σέ φωτεινή νεφέλη. Ἀλλά καί φωνή ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐδόκησα, Αὐτόν νά ἀκοῦτε». Ὅταν ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη, ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καί ἡ ἴδια ἀκούσθηκε φωνή ἀπό τήν δόξα ἐκείνη ἀσφαλῶς, τήν ὁποία δόξα καί ὁ Στέφανος ἀργότερα ἐνατένισε, ὅταν ἄνοιξαν γι᾽ αὐτόν οἱ οὐρανοί καί καταλήφθηκε ἀπό τόν Πνεῦμα τό Ἅγιο. Τώρα ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη, πού ἐπισκίασε τόν Ἰησοῦ. Ἑπομένως εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ὑπερουράνια δόξα τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπόν εἶναι αἰσθητό φῶς τό ὑπερουράνιο;
Δίδαξε δέ ἡ ἀπό τήν νεφέλη φωνή τοῦ Πατρός, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τά πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησου Χριστοῦ, οἱ νομοθεσίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦταν ἀτελῆ καί δέν ἔγιναν οὔτε τελέσθηκαν σύμφωνα μέ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά παραχωρήθηκαν γιά τήν μέλλουσα αὐτή τοῦ Κυρίου παρουσία καί ἐπιφάνεια. Αὐτός λοιπόν εἶναι ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο εὐδοκεῖ καί ἀναπαύεται καί εὐαρεστεῖται τέλεια ὁ Πατήρ, ὅπως σέ Υἱό ἀγαπητό. Γι᾽ αὐτό καί παραγγέλλει Αὐτόν νά ἀκοῦμε καί σ᾽ Αὐτόν νά πειθαρχοῦμε. Καί ὅταν λέει «εἰσέλθετε ἀπό τήν στενή πύλη, διότι εἶναι πλατειά καί ἄνετη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια, ἐνῶ στενή καί δύσβατη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ζωή», Αὐτόν νά ἀκοῦτε. Κι ὅταν λέει πῶς τό φῶς αὐτό εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Αὐτόν νά ἀκοῦτε, σ᾽ Αὐτόν νά πιστεύετε καί τέτοιου φωτός νά καθιστᾶτε ἀξίους τούς ἑαυτούς σας.
Ὅταν λοιπόν φάνηκε ἡ φωτεινή νεφέλη καί ἤχησε ἀπό τήν νεφέλη ἡ πατρική φωνή, ἔπεσαν, λέει, μέ τό πρόσωπο στήν γῆ οἱ μαθητές· ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς, ἀφοῦ καί ἄλλοτε πολλές φορές ἀκούσθηκε, ὄχι μόνο στόν Ἰορδάνη ἀλλά καί στά Ἱεροσόλυμα ὅταν πλησίαζε τό σωτήριο πάθος. Πράγματι, ὅταν ὁ Κύριος εἶπε «Πάτερ, δόξασε τό ὄνομά Σου» ἦλθε φωνή ἀπό τόν οὐρανό: «Τό ὄνομά μου τό δόξασα καί πάλι θά τό δοξάσω» (Ἰω. 12, 28), καί ὅλος μέν ὁ ὄχλος ἄκουσε, ἀλλά κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἔπεσε. Ἐδῶ ὅμως ὄχι μόνο φωνή, ἀλλά καί φῶς ἀπεριόριστο συνάμα φάνηκε. Εὐλόγως, λοιπόν, κατάλαβαν οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅτι γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἔπεσαν πρηνεῖς οἱ μαθητές, ὄχι γιά τήν φωνή, ἀλλά γιά τό παράξενο καί ὑπερφυές φῶς. Διότι καί πρίν φθάσει ἡ φωνή ἦσαν φοβισμένοι, ὅπως λέει ὁ Μᾶρκος, σαφῶς ἀπό τήν θεοφάνεια ἐκείνη.
Ὅμως, ὅταν μέ ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται ὅτι τό φῶς ἐκεῖνο εἶναι θεῖο καί ὑπερφυές καί ἄκτιστο, τί παθαίνουν πάλι αὐτοί πού ἐπιδίδονται μέ ὑπερβολικό ζῆλο στήν θύραθεν καί σαρκική παιδεία καί δέν μποροῦν νά γνωρίσουν τά τοῦ Πνεύματος; Κατρακυλοῦν σέ ἄλλο γκρεμό. Δέν τό ὀνομάζουν θεία δόξα, οὔτε βασιλεία Θεοῦ, οὔτε κάλλος, οὔτε χάρη, οὔτε λαμπρότητα, ὅπως ἀπό τόν Θεό καί τούς θεολόγους διδαχθήκαμε, ἀλλά ἰσχυρίζονται ὅτι τοῦτο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο προηγουμένως ἔλεγαν ὅτι εἶναι αἰσθητό καί κτιστό. Ὁ δέ Κύριος στά εὐαγγέλια λέει πώς τούτη ἡ δόξα δέν εἶναι κοινή μόνο σ᾽ Αὐτόν καί τόν Πατέρα, ἀλλά καί στούς ἁγίους ἀγγέλους, καθώς γράφει ὁ θεῖος Λουκᾶς: «ὅποιος ντραπεῖ νά ὁμολογήσει ἐμένα καί τήν διδασκαλία μου στήν γενεά αὐτή, θά ντραπεῖ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γι αὐτόν, ὅταν ἔλθει μέσα στήν δόξα Του καί τήν δόξα τοῦ Πατρός καί τῶν ἁγίων ἀγγέλων» (Λουκ. 9, 26). Αὐτοί λοιπόν πού ἰσχυρίζονται πώς ἡ δόξα αὐτή εἶναι οὐσία, θά δεχθοῦν ὅτι αὐτή εἶναι κοινή οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγγέλων, πρᾶγμα πού ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀσέβεια.
Μάλιστα, ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι, ἀλλά καί οἱ ἅγιοι μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μετέχουν σ᾽ αὐτή τήν δόξα καί βασιλεία. Ἀλλ᾽ ὁ μέν Πατήρ καί ὁ Υἱός μαζί μέ τό θεῖο Πνεῦμα ἔχουν φυσική τούτη τήν δόξα καί βασιλεία, οἱ δέ ἅγιοι ἄγγελοι καί ἄνθρωποι τήν ἀποκτοῦν κατά χάρη, δεχόμενοι ἀπό ἐκεῖ τήν ἔλλαμψη. Ἄλλωστε καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού ἐμφανίσθηκαν μαζί Του σ᾽ αὐτή τήν δόξα, αὐτό ἀκριβῶς μᾶς παρέστησαν. Ὁ δέ Μωϋσῆς φάνηκε κοινωνός τῆς θεϊκῆς δόξας ὄχι μόνο τώρα ἐπάνω στό Θαβώρ, ἀλλά καί τότε πού τό πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, ὥστε νά μή μποροῦν οἱ Ἰσμαηλῖτες νά τό ἀντικρύσουν. Τοῦτο δηλώνει καί αὐτός πού λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς δέχθηκε στό θνητό πρόσωπό του τήν ἀθάνατη δόξα τοῦ Πατρός. Καθώς καί ἐκεῖνος πού, ὅταν ὁ Εὐνόμιος χαρακτήριζε ἀμετάδοτη πρός τόν Υἱό τήν δόξα τοῦ Παντοκράτορα, τόν ἀντέκρουσε λέγοντας ὅτι, δέν θά ἀνεχόμουν τέτοιο λόγο, ἀκόμη κι ἄν ἀναφερόταν στόν Μωϋσῆ.
Κοινή, λοιπόν, καί μία εἶναι ἡ δόξα καί ἡ βασιλεία καί ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων Του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ψάλλει: «ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μας θά εἶναι ἐπάνω μας» (Ψαλμ. 89, 19). Ἀλλά κανείς μέχρι τώρα δέν τόλμησε νά πεῖ ὅτι εἶναι μία καί κοινή ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων. Καί βέβαια κοινή φάνηκε τελευταῖα ἐπάνω στό ὄρος ἡ θεία λαμπρότητα τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καί τῆς ἀνθρώπινης σάρκας. Ὅτι εἶναι ὅμως κοινή ἡ οὐσία τῆς θεότητας καί τῆς σάρκας, θά τό ἔλεγαν ὁ Εὐτυχής καί ὁ Διόσκορος καί ὄχι αὐτοί πού θέλουν νά εἶναι εὐσεβεῖς. Καί τήν μέν δόξα αὐτή καί λαμπρότητα, ὅπως καί τώρα τήν εἶδαν οἱ συνοδοιπόροι τοῦ Ἰησοῦ, ὅλοι θά τήν ἀντικρύσουν, ὅταν ὁ Κύριος φανεῖ νά λάμπει ἀπό ἀνατολή ἕως δύση. Κανείς ὅμως δέν στάθηκε στήν ὑπόσταση καί οὐσία τοῦ Θεοῦ καί εἶδε ἤ περιέγραψε τήν θεία φύση. Καί τό μέν θεῖο τοῦτο φῶς δίδεται μέ μέτρο καί ἐπιδέχεται τό μᾶλλον καί ἦττον μεριζόμενο δίχως νά διαιρεῖται, κατά τήν ἀξία αὐτῶν πού τό δέχονται. Ἡ ἀπόδειξη εἶναι κοντά. Τό μέν πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε πιό πολύ ἀπ᾽ τόν ἥλιο, τά δέ ἱμάτια ἔγιναν λαμπρά καί λευκά σάν χιόνι. Καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας στήν ἴδια θεάθηκαν δόξα, ἀλλά κανείς τους δέν ἄστραψε τότε σάν ἥλιος. Καί οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές μέρος τοῦ φωτός ἐκείνου εἶδαν, μέρος δέν μπόρεσαν νά ἀτενίσουν.
Ἔτσι λοιπόν μετρεῖται καί μερίζεται, δίχως νά διαιρεῖται, τό φῶς ἐκεῖνο καί ἐπιδέχεται αὐξομείωση. Καί ἕνα μέρος αὐτοῦ γνωρίζεται τώρα ἕνα μέρος ἀργότερα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ θεῖος Παῦλος λέει: «τώρα κατά μέρος γνωρίζουμε καί κατά μέρος προφητεύουμε» (Α’ Κορ. 13, 9). Ὅμως τελείως ἀμέριστη καί ἀκατάληπτη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί καμμιά οὐσία δέν ἐπιδέχεται αὐξομειώσεις. Κατά τά ἄλλα, εἶναι γνώρισμα τῶν καταραμένων Μεσσαλιανῶν τό νά νομίζουν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁρατή στούς κατ᾽ αὐτούς ἀξίους. Ἐμεῖς ὅμως ἀνατρέποντας καί τούς παλαιούς καί τούς σύγχρονους κακοδόξους καί πιστεύοντας, καθώς διδαχθήκαμε, ὅτι οἱ ἅγιοι βλέπουν καί κοινωνοῦν ὄχι τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά βασιλεία καί δόξα καί λαμπρότητα καί φῶς ἀπόρρητο καί θεία χάρη, ἄς ὁδεύσουμε πρός τήν λάμψη τοῦ φωτός τῆς χάριτος, γιά νά γνωρίσουμε καί νά θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, πού ἀκτινοβολεῖ ἑνιαία ἀπόρρητη αἴγλη ἀπό μία τρισυπόστατη φύση. Καί τά μάτια τοῦ νοῦ ἄς ἀνυψώσουμε πρός τόν Λόγο, πού εἶναι τώρα μέ τό σῶμα Του ἐγκατεστημένος πάνω ἀπό τίς οὐράνιες ἁψῖδες. Αὐτός, θεοπρεπῶς καθήμενος στά δεξιά τῆς μεγαλωσύνης, σάν ἀπό μακρυνό τόπο μᾶς στέλνει αὐτό τό μήνυμα: «ὅποιος θέλει νά παραστεῖ σ᾽ αὐτή τήν δόξα, ἄς μιμεῖται κατά τό δυνατόν καί ἄς πορεύεται τήν ὁδό καί τήν πολιτεία, τήν ὁποία ὑπέδειξα μέ τόν ἐπίγειο βίο μου».
Ἄς παρατηροῦμε, λοιπόν, μέ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς τό μέγα τοῦτο θέαμα, τήν φύση μας νά ζεῖ αἰωνίως μέ τό ἄϋλο πῦρ τῆς θεότητος. Καί ἀφοῦ ἀποβάλουμε τούς δερμάτινους χιτῶνες, τούς ὁποίους φορέσαμε ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως, τά γεώδη καί σαρκικά φρονήματα, ἄς σταθοῦμε σέ γῆ ἁγία, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας τήν δική του γῆ ἁγία διά τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἀνατάσεως πρός τό Θεό, ὥστε νά ἔχουμε παρρησία, ὅταν ἔρχεται ὁ Θεός μέσα σέ φῶς, καί προστρέχοντας νά φωτισθοῦμε καί φωτιζόμενοι νά ζήσουμε αἰωνίως μαζί Του πρός δόξα τῆς τρισήλιας καί μοναρχικωτάτης λαμπρότητας, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Κυρίλλου Αλεξανδρείας

ΟΜΙΛΙΑ
ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ
ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΑ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Αὐτοί πού καλά γνωρίζουν νά ἀγωνίζονται γιά ἕνα βραβεῖο κατά τούς ἀθλητικούς ἀγῶνες, εὐχαριστιοῦνται ἀπό τά χειροκροτήματα τῶν θεατῶν καί μέ τῶν ἐπάθλων τήν ἐλπίδα ἔντονα παρακινοῦνται πρός τήν νίκη, πού ἁρμόζει σ᾽ αὐτά. Ἀσφαλῶς ὅμως καί ὅσοι ἔχουν σφοδρή ἐπιθυμία νά ἐπιτύχουν τά θεῖα χαρίσματα καί διψοῦν νά γίνουν μέτοχοι τῆς ἐλπίδας πού ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά τούς ἁγίους, ἀφενός ἀναλαμβάνουν μετά χαρᾶς τούς ἀγῶνες χάριν τῆς εὐσέβειας πρός τόν Χριστό. Ἀφετέρου τήν τιμημένη καί ἔνδοξη ζωή κατορθώνουν ὄχι μέ τό νά προτιμοῦν τήν τεμπελιά, πού εἶναι στερημένη ἀπό μισθό, οὔτε βέβαια ἀγαπώντας τήν ἄνανδρη δειλία, ἀλλά πιό πολύ κινούμενοι μέ ἀνδρεία ἐναντίον κάθε πειρασμοῦ καί συνεπῶς μέ τό νά κρίνουν σχεδόν ὡς ἀνάξεις λόγου τίς ἐπιθέσεις πού προέρχονται ἀπό τούς διωγμούς. Ἔτσι θεωροῦν πλοῦτο τό νά ὑποστοῦν παθήματα γιά χάρη Του. Διότι ἀνακαλοῦν στήν μνήμη τους τόν μακάριο Παῦλο, πού ἔγραφε ὅτι δέν ἔχουν ἀξία τά παθήματα τῆς ἐδῶ ζωῆς ἐμπρός στήν δόξα πού πρόκειται νά φανερωθεῖ σ᾽ ἐμᾶς.
Πρόσεχε, λοιπόν, οἰκονομία ἐξαίρετη πού χρησιμοποιεῖ καί τώρα ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, πρός ὠφέλειαν καί οἰκοδομή τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Εἶπε σ᾽ αὐτούς: «Ἄν κανείς θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἄς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί ἄς σηκώσει τόν δικό του σταυρό καί ἄς μέ ἀκολουθεῖ. Διότι αὐτός πού θέλει νά σώσει τήν ζωή του θά τήν χάσει· αὐτός ὅμως πού θά χάσει τήν ζωή του γιά χάρη μου, θά τήν βρεῖ» (Ματθ. 16, 24-25). Σωτήριο βέβαια τό παράγγελμα καί ταιριαστό σέ ἁγίους. Καί γίνεται τοῦτο πρόξενος τῆς δόξας, γιά τήν ὁποία κάναμε λόγο παραπάνω, καί τήν χαρά γιά ὅ,τι θά γευθεῖ στό τέλος ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ ἐντός του. Διότι τό νά ἐπιλέξει κανείς τά πάθη γιά τόν Χριστό δέν μένει χωρίς ἀμοιβή, ἀλλά μᾶλλον προσπορίζει ὡς διαρκές καί ἀναφαίρετο ἀπόκτημα τήν μετοχή στήν αἰώνια ζωή καί δόξα. Ὡστόσο, ἐπειδή ἀκόμη δέν εἶχαν τήν ἐξ ὕψους δύναμη οἱ μαθητές, φυσικό ἦταν νά πέσουν ἴσως κάπου θύματα ἀνθρώπινης ἀσθένειας, ὁπότε νά βάλουν μέ τόν νοῦ τους καί νά ποῦν μέσα τους: πῶς μπορεῖ νά ἀπαρνηθεῖ κάποιος τόν ἑαυτό του; Ἤ πῶς γίνεται, ἀφοῦ χάσει κάποιος τήν ζωή του, νά τήν βρεῖ πάλι; Καί ποιό γιά ὅσους τοῦτο πάθουν τό ἰσάξιο θά εἶναι βραβεῖο; Ἤ, ἐπίσης, τί λογῆς χαρισμάτων θά εἶναι μέτοχος; Γιά νά τούς ἀφήσει, λοιπόν, μακρυά ἀπό τέτοιες σκέψεις καί τέτοιους λόγους καί, ὅπως μέ τήν κατεργασία κανείς ἀλλάζει τό σχῆμα στά μέταλλα, νά τούς ἀναμορφώσει γενναίους, κάμνοντας νά γεννηθεῖ μέσα τους ἡ ἐπιθυμία τῆς ὡραίας αὐτῆς δόξας, «Λέγω σέ σᾶς», λέει, «εἶναι κάποιοι ἀπ᾽ αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως ὅτου δοῦν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 16, 28). Μήπως τόσο πολύ θά ἐκταθεῖ γι᾽ αὐτούς τό ὅριο τῆς ζωῆς τους, ὥστε σ᾽ ἐκεῖνα νά φτάσουν τά χρόνια, ὕστερα ἀπό τά ὁποῖα, στήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος, θά κατεβεῖ ἀπ᾽ τούς οὐρανούς καί θά ἀποκαταστήσει τούς ἁγίους στήν ἑτοιμασμένη γιά χάρη τους βασιλεία; Βέβαια καί μέχρι τοῦτο μποροῦσε νά φτάσει ἡ δύναμή του. Διότι ὅλα μπορεῖ καί τίποτα δέν εἶναι ἀδύνατο ἤ ἀκατόρθωτο γιά τήν ἄκρα παντοδυναμία τοῦ νεύματός Του. Βασιλεία ὅμως λέει τήν ἴδια τήν θέα τῆς δόξας, πού μέσα της καί ὁ ἴδιος θά ἐμφανιστεῖ ἐκεῖνο τόν καιρό, ὅταν θά λάμψει πάνω ἀπ᾽ ὅσους βρίσκονται στήν γῆ. Διότι θά ἔρθει μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ὄχι φυσικά μέ τήν εὐτέλεια πού χαρακτηρίζει ἐμᾶς.
Πῶς, λοιπόν, ἤθελε νά καταστήσει θεατές τοῦ θαύματος αὐτούς πού δέχθηκαν τήν ὑπόσχεση; Ἀνεβαίνει στό ὄρος ἔχοντας τρεῖς ἀπ᾽ αὐτούς, τούς ὁποίους ἐπέλεξε. Ἔπειτα μεταβάλλεται σέ μιά ἀσυνήθιστη καί στόν Θεό ταιριαστή λαμπρότητα, ἔτσι πού καί ὁ ρουχισμός Του, καθώς δέχεται τό φῶς, νά δίνει τήν ἐντύπωση τοῦ ἄκρως φωτεινοῦ. Μετά ὁ Μωυσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού μόλις εἶχαν ἔρθει καί στάθηκαν γύρω ἀπ᾽ τόν Ἰησοῦ, συζητοῦσαν γιά τήν ἔξοδό Του, τήν ὁποία ἐπρόκειτο νά ὁλοκληρώσει στήν Ἱερουσαλήμ, δηλαδή γιά τό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας καί τό σωτήριο πάθος, λέω, πού ἐπιτελέστηκε πάνω στόν τίμιο Σταυρό. Ἀφοῦ μάλιστα ἀληθεύει ὅτι ὁ νόμος πού δόθηκε μέ μεσάζοντα τόν Μωυσῆ, καθώς καί ὁ λόγος τῶν ἁγίων Προφητῶν, τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ προανήγγειλαν: ὁ πρῶτος μέ τύπους καί σκιές ζωγραφίζοντάς το σχεδόν ὅπως στό σανίδι· οἱ ἄλλοι ἔχοντας προείπει μέ πολλούς τρόπους ὅτι θά γίνει ὁρατός σέ καιρούς ὁρισμένους μέ τήν μορφή τήν δική μας καί ὅτι γιά τήν σωτηρία καί τήν ζωή ὅλων τῶν ἀνθρώπων δέν θά ἀποφύγει τό πάθημα τοῦ θανάτου πάνω σέ ξύλο. Λοιπόν, ἡ ἐμφάνιση δίπλα σ᾽ Αὐτόν τοῦ Μωυσῆ καί τοῦ Ἠλία καί ἡ προσομιλία τῶν ἴδιων μεταξύ τους ἦταν κάποια οἰκονομία, ἡ ὁποία πολύ καλά, ὁλοφάνερα παρουσίαζε νά περιστοιχίζεται ἀπό ἐπίσημους ὑπηρέτες τόν Νόμο καί τούς Προφῆτες ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἐπειδή καί τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν ἐξουσιαστή τόν παρουσίασαν, πρίν φανεῖ, μέ ὅσα οἱ ἴδιοι προεκήρυξαν μεταξύ τους σύμφωνα. Δέν εἶναι δηλαδή ἀσυμβίβαστα τά προφητικά λόγια πρός αὐτά πού γνωστοποιήθηκαν μέ τόν Νόμο. Καί αὐτό τό νόημα ἔχει, νομίζω, τό νά ἀπευθύνουν ὁ ἕνας στόν ἄλλο τόν λόγο, ὁ ἱερότατος Μωϋσῆς καί ὁ πανάριστος ἀπ᾽ τους Προφῆτες. Αὐτός ἦταν ὁ Ἠλίας.
Ὑπάρχει ὅμως καί κάτι ἄλλο νά ἐξετάσουμε. Ἐπειδή τά πλήθη ἔλεγαν, ἄλλοι πώς εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας, ἄλλοι ἕνας ἀπ᾽ τούς Προφῆτες, τούς κορυφαίους παίρνει, γιά νά δοῦν κι ἀπ᾽ ἐδῶ τήν διαφορά τοῦ δούλου καί τοῦ κυρίου.
Ἀλλά ὕστερα ἀπ᾽ αὐτό μποροῦμε νά μιλήσουμε καί γιά ἕνα ἄλλο νόημα. Ἐπειδή δηλαδή συνεχῶς τοῦ προσῆπταν τήν κατηγορία τῆς παραβάσεως τοῦ Νόμου καί τόν θεωροῦσαν βλάσφημο, γιατί, καθώς πίστευαν, σφετερίζεται δόξα πού δέν τοῦ ἁρμόζει, τήν δόξα τοῦ Πατρός, καί ἔλεγαν: «Αὐτός δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό, διότι δέν τηρεῖ τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου» (Ἰω. 9, 16)· καί πάλι: «Γιά καλό ἔργο δέν θέλουμε νά σέ λιθοβολήσουμε, ἀλλά γιά βλασφημία καί ἐπειδή, ἄν καί εἶσαι ἄνθρωπος, κάμνεις τόν ἑαυτό σου Θεό» (Ἰω. 10, 33). Γιά νά ἀποδειχθεῖ ὅτι καί οἱ δύο κατηγορίες γεννήθηκαν ἀπό φθόνο καί ὅτι δέν τόν βαρύνει ἐνοχή γιά κανένα ἀπό αὐτά τά δύο καί πώς οὔτε τοῦ Νόμου παράβαση εἶναι αὐτό πού συμβαίνει, οὔτε αὐθαίρετη οἰκειοποίηση δόξας ἀταίριαστης στό πρόσωπό Του, δηλαδή τό νά αὐτοχαρακτηρίζεται ἴσος μέ τόν Πατέρα, γι᾽ αὐτό ἐμφανίζει αὐτούς πού ἔλαμψαν στόν καθένα ἀπό τούς δύο αὐτούς πνευματικούς τομεῖς. Ἀσφαλῶς ὁ Μωυσῆς τόν Νόμο ἔδωσε καί, συνεπῶς, μποροῦσαν νά ἐννοήσουν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι δέν θά ἀνεχόταν νά καταπατεῖται ὁ Νόμος, ὅπως νόμιζαν· οὔτε τοῦ Νόμου τόν παραβάτη, αὐτόν πού κατεπάτησε τόν Νόμο ἐχθρό θά ὑπηρετοῦσε. Καί ὁ Ἠλίας, ὅμως, γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ἔγινε ζηλωτής. Ἔτσι, ἄν ἦταν ἀντίθεος καί Θεό τόν ἑαυτό του ὅριζε, ἴσο μέ τόν Πατέρα, δίχως νά εἶναι αὐτό γιά τό ὁποῖο ἔκανε ἀπρεπῶς λόγο, δέν θά παρευρισκόταν ὁ ἴδιος ὁ Ἠλίας καί δέν θά ὑπάκουε.
Εἶναι ὅμως δυνατόν καί γιά μιάν ἄλλη αἰτία νά μιλήσουμε, μαζί μέ αὐτά πού ἔχουν ἤδη ἐκτεθεῖ. Γιά ποιά λοιπόν; Γιά νά μάθουν ὅτι πάνω καί στήν ζωή καί στόν θάνατο ἔχει ἐξουσία, καί στά ἄνω καί στά κάτω κυριαρχεῖ. Γι᾽ αὐτό καί ἐκεῖνον πού ζεῖ καί ἐκεῖνον πού ἔχει πεθάνει ἐμφανίζει. Μάλιστα, ὅσο διήρκεσε ἡ ἐμφάνισή τους δέν ἔμεναν σιωπηλοί, ἀλλά ἔλεγαν γιά τήν δόξα, τήν ὁποία ἐπρόκειτο πλήρη νά λάβει στήν Ἱερουσαλήμ – πράγμα πού δηλώνει καί τό Πάθος καί τόν Σταυρό καί μεταξύ αὐτῶν καί τήν Ἀνάσταση.
Ἀλλά, βέβαια, τούς μακάριους μαθητές γιά λίγο τούς παίρνει κάπως ὁ ὕπνος, ἐπειδή καταγινόταν ἀκούραστα στήν προσευχή ὁ Χριστός. Σημειώνονταν δηλαδή ἀπαράλλακτες οἱ ἀνθρώπινες καταστάσεις μέσα στά πλαίσια μιᾶς οἰκονομίας. Ἔπειτα, σάν ξύπνησαν, βλέπουν τήν τόσο σεβάσμια καί παράδοξη μεταβολή. Ὅμως, καθώς ἴσως νόμισε ὁ θαυμάσιος Πέτρος ὅτι μπορεῖ καί νά εἶχε φτάσει ὁ καιρός τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀποδέχεται βέβαια τήν διαμονή στό ὄρος, ἀλλά ζητᾶ νά γίνουν τρεῖς σκηνές δίχως νά ξέρει τί λέει. Διότι δέν ἦταν καιρός τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, οὔτε βέβαια ἀνῆκε στόν παρόντα χρόνο τό νά μετάσχουν οἱ πιστοί σ᾽ αὐτό πού ἤλπισαν σύμφωνα μέ τήν θεία ὑπόσχεση. Διότι ὁ Παῦλος λέει: «Αὐτός θά μεταμορφώσει τό σῶμα τῆς μικρότητάς μας, γιά ν᾽ ἀποκτήσει αὐτό τό ἴδιο ὁμοιότητα μέ τό ἔνδοξο σῶμα Του» (Φιλιπ. 3, 21), τοῦ Χριστοῦ δηλαδή. Ἀφοῦ λοιπόν, ἦταν στίς ἀρχές ἀκόμη τό σωτήριο σχέδιο καί, τέλος πάντων, ὄχι τελειωμένο, πῶς ἦταν φυσικό νά τό περατώσει ὁ Χριστός ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης Του γιά τόν κόσμο, ἔχοντας ἐγκαταλείψει τό θέλημά Του νά πάθει γιά χάρη του; Διότι ἔχει σώσει τήν κτίση πού βρίσκεται κάτω ἀπ᾽ τόν οὐρανό, ὄχι μόνο ὑπομένοντας τόν ἴδιο τόν σωματικό θάνατο, ἀλλά καί καταργώντας τον μέ τήν Ἀνάσταση ἀπό τούς νεκρούς. Γι αὐτό λοιπόν σίγουρα δέν ἤξερε ὀ Πέτρος τί ἔλεγε.
Ὡστόσο, ἐκτός ἀπό τήν παράδοξη καί ἄρρητη θέα τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ ἔχει πραγματοποιηθεῖ καί κάτι ἄλλο, χρήσιμο καί ἀναγκαῖο, γιά νά βεβαιωθεῖ ἡ πίστη σ᾽ Αὐτόν. Καί ὄχι μόνο γιά τούς μαθητές, ἀλλά βέβαια καί γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους. Ἀπό νεφέλη, ἀπό ψηλά, ἀπό τόν Θεό καί Πατέρα ἦρθε κάτω φωνή. Καί Ἐκεῖνος ἔλεγε: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ ἐκλεκτός, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Καί τήν ὥρα πού ἀκούστηκε ἡ φωνή, λέει ὁ Εὐαγγελιστής, βρέθηκε μόνος ὁ Ἰησοῦς (Ματθ. 17, 5-8). Ἐνάντια σ᾽ αὐτά τί μπορεῖ νά πεῖ ὁ σκληροτράχηλος Ἰουδαῖος, ὁ ἀνεπίδεκτος ἀγωγῆς, ὁ ἀπειθής καί μέ καρδιά ἀσυμμόρφωτη σέ νουθεσία; Νά, πού εἶναι παρών ὁ Μωυσῆς, καί ὁ Πατήρ δίνει ἐντολή στούς ἁγίους Ἀποστόλους νά ἀκοῦν Αὐτόν. Ἐάν βέβαια ἤθελεν τοῦ Μωυσῆ τίς ἐντολές αὐτοί ν᾽ ἀκολουθοῦν, θά εἶχε πεῖ: «Ὑπακοῦτε στόν Μωυσῆ, φυλάγετε τόν Νόμο». Ὅμως τώρα ἀκριβῶς οὔτε αὐτό λέει ὁ Θεός καί Πατήρ, ἀλλά ὅση ὥρα παρευρίσκονται ὁ Μωυσῆς καί ὁ Προφήτης Του Ἠλίας, Αὐτόν περισσότερο τούς προστάζει νά ἀκοῦνε. Ἀλλά γιά νά μή διαβάλλεται ἀπό μερικούς ἡ ἀλήθεια, πού λένε ὅτι τόν Μωυσῆ πιό πολύ νά ἀκοῦνε τούς ἔχει προστάξει ὁ Πατήρ, καί ὄχι τόν Σωτήρα ὅλων μας Χριστό, ἀναγκάστηκε ὁ Εὐαγγελιστής ἐπιπροσθέτως νά σημειώσει ὅτι στό ἄκουσμα τῆς φωνῆς βρέθηκε ὁ Ἰησοῦς μόνος. Ἑπομένως, ὅταν στούς ἁγίους Ἀποστόλους ὁ Θεός καί Πατήρ, σάν ἀπό πάνω ἀπό νεφέλες, ἔδινε τήν ἐντολή «νά ἀκοῦτε Αὐτόν», ὁ Μωυσῆς ἀπουσίαζε, ὁ Ἠλίας δέν ἦταν παρών, ἐνῶ ἦταν μόνος ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτό λοιπόν σίγουρα Αὐτόν νά ἀκοῦνε ἔχει προστάξει. Ἀφοῦ μάλιστα εἶναι ὁ ἴδιος κατάληξη καί σκοπός τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, πού καί πρός τά πλήθη τῶν Ἰουδαίων μίλησε μέ τά ἑξῆς: «Ἄν δίνατε πίστη στόν Μωυσῆ, θά πιστεύατε σ᾽ ἐμένα, διότι γιά μένα ἐκεῖνος ἔγραψε». Καί ἐπειδή δέν ἔχουν πάψει ὅλες τίς ἐποχές νά καταφρονοῦν τήν ἐντολή πού παραδόθηκε διαμέσου τοῦ πάνσοφου Μωυσῆ, καί νά μή δίνουν σημασία στόν λόγο πού ἀποκαλύφθηκε μέ τούς ἁγίους Προφῆτες, δικαίως ἀποξενώθηκαν καί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τά ἀγαθά, γιά τά ὁποῖα δόθηκε ὑπόσχεση στούς πατέρες τους. Διότι «ἡ ὑπακοή εἶναι πιό καλή ἀπό θυσία καί ἡ ἀκρόαση πού γίνεται μέ προσοχή εἶναι ἀνώτερη ἀπ᾽ τήν προσφορά ἀρνίσιου λίπους». Καί αὐτά γιά τά καμώματα τῶν Ἰουδαίων. Γιά ἐμᾶς ὅμως, πού ἔχουμε ἀποκτήσει πλήρη γνώση τῆς φανερώσεώς Του, χωρίς ἄλλο τά πάντα θά εἶναι καλά. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός θά εἶναι γιά τήν χορήγησή τους καί τό μέσο καί ἡ πηγή. Δι᾽ Αὐτοῦ καί μαζί μ᾽ Αὐτόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα ἄς δοξάζεται ὁ Θεός καί Πατήρ, καί ἄς φανερώνεται καί ἀναγνωρίζεται ἡ δύναμή Του στούς ἀτελείωτους αἰῶνες. Ἀμήν.

Νικοδήμου Αγιορείτου

Ἑρμηνεία εἰς τόν πρῶτον κανόνα τῆς Μεταμορφώσεως
Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

 

Ὠδή α´

Σήμερον Χριστός ἐν Ὄρει Θαβώρ, λάμψας ἀμυδρῶς, θεϊκῆς αὐγῆς ὡς ὑπέσχετο, Μαθηταῖς παρεγύμνου χαρακτῆρας· σελασφόρου δέ πλησθέντες, θείας αἴγλης, ἐν ἀγαλλιάσει ἔμελπον· Ἄσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν ὅτι δεδόξασται.
Σήμερον, λέγει, ὁ Δεσπότης Χριστός, ἐπειδή ἔλαμψεν εἰς τό Ὄρος Θαβώρ, παρεγύμνωσεν: ἤτοι ἔδειξεν εἰς τούς Μαθητάς του κάποιους ἀμυδρούς καί ὀλίγους τινάς χαρακτῆρας τῆς Θεϊκῆς του αὐγῆς, ἡ ὁποία ἦτον κεκρυμμένη μέσα εἰς τό πρόσλημμα τῆς ἀνθρωπότητος, καί ἕως τότε δέν ἐβλέπετο ἀπό τούς Μαθητάς του· τοῦτο γάρ δηλοῖ τό Παρεγύμνου, κατά τόν θεῖον Χρυσόστομον λέγοντα «Ἐν τῷ Θαβώρ μεταμορφωθείς ὁ Δεσπότης Χριστός, ἔδειξε τῆς ἀθεάτου Βασιλείας τήν δόξαν καί οὐκ ἐπέδειξε, τουτέστι μικρόν παρήνοιξε τήν Θεότητα καί οὐχί τελείως». Ἀκολούθως δέ λέγει ὁ Χρυσορρήμων καί τήν αἰτίαν διά τήν ὁποίαν παρήνοιξε τήν Θεότητα, καί οὐχί τελείως τήν ἔδειξε· «Τό μέν, πληροφορῶν, τό δέ, φειδόμενος· πληροφορῶν μέν γάρ, ἔδειξεν αὐτοῖς τῆς ἀθεάτου Βασιλείας τήν Θεϊκήν δόξαν, οὐχ ὅση τις ἦν, ἀλλ᾿ ὅσον ἠδύναντο φέρειν οἱ σωματικούς ὀφθαλμούς περιφέροντες· φειδόμενος δέ, καί οὐχί φθονῶν, οὐκ ἔδειξεν αὐτοῖς τήν πᾶσαν δόξαν, ἵνα μή σύν τῇ ὁράσει καί τήν ζωήν ἀπολέσωσιν».
Φέρει δέ καί ὁμοίωμα ὁ τῶν Κανόνων ἑρμηνεύς Θεόδωρος, ὅτι ὡς διά μέσου ὑαλίνων τινῶν λύχνων τάς ἀκτῖνας τοῦ θείου φωτός ἔδειξεν εἰς τούς Μαθητάς του ὁ Κύριος, καθώς ὑπεσχέθη. Ποῦ δέ ὑπεσχέθη νά δείξῃ ὁ Κύριος τό θεῖον του φῶς; Ἀποκρινόμεθα ὅτι ὑπεσχέθη τοῦτο ὀλίγον πρό τῆς Μεταμορφώσεώς του, ὅταν ἔλεγε εἰς τούς Ἀποστόλους «Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσονται θανάτου, ἕως ἄν ἴδωσι τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθεῖαν ἐν δυνάμει» (Ματθ. ιστ´ 28). Μέ τήν λέξιν δέ «Τινάς» ἐννοεῖ ἐδῶ τόν Πέτρον καί Ἰάκωβον καί Ἰωάννην, καί μέ τήν «Βασιλείαν», τήν ἐν τῇ Μεταμορφώσει δόξαν· ὅθεν αὐτό τό ρητόν ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύων λέγει· «Ἐνταῦθα οὐ περί τῆς δευτέρας αὐτοῦ παρουσίας τῆς ἐνδόξου λέγει, ἀλλά περί τῆς ἐν τῷ ὄρει Μεταμορφώσεως». Καί ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος· «Πaνταχοῦ ἐστιν ὁ τοῦ Παντός Βασιλεύς, καί πανταχοῦ ἐστιν ἡ Βασιλεία αὐτοῦ· ὥστε τό ἔρχεσθαι τήν αὐτοῦ Βασιλείαν οὐ τό ἄλλοθεν ἀλλαχόσε παραγίνεσθαι δηλοῖ, ἀλλά τό φανεροῦσθαι ταύτην τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος· διά τοῦτο ἔλεγεν ἐληλυθεῖαν ἐν δυνάμει· ἥτις δύναμις οὐχ ἁπλῶς τοῖς τυχοῦσιν ἐγγίνεται, ἀλλά τοῖς ἑστηκόσι μετά τοῦ Κυρίου, τουτέστι τοῖς ἐστηριγμένοις ἐν τῇ πίστει αὐτοῦ, καί τοῖς κατά Πέτρον καί Ἰάκωβον καί Ἰωάννην, καί τούτοις ἀναφερομένοις ὑπό τοῦ λόγου πρότερον εἰς ὄρος ὑψηλόν, δηλονότι τῆς φυσικῆς ἡμῶν ταπεινότητος ὑπεραναβιβαζομένοις» (Λόγος οὗ ἡ ἀρχή «Ἐπαινοῦμεν καί ἡμεῖς»). Ὁ μέν οὖν Σωτήρ οὕτω κατά τήν ὑπόσχεσίν του ἔδειξεν εἰς τούς Μαθητάς του ὀλίγον τι τό φῶς τῆς ἰδίας Θεότητος· οἱ δέ Μαθηταί, γεμώσαντες ἀπό τήν ὀλίγην λαμπρότητα ἐκείνου τοῦ φωτός καί τῆς θείας αἴγλης, ἔμελπον ἐν ἀγαλλιάσει ψυχῆς καί καρδίας· «Ἄσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται»

Τροπάριον

Κατεμήνυον τήν ἔξοδον, τήν ἐν Σταυρῷ σου ἐν Θαβώρ παρόντες, ὁ ἐν πυρί σε καί βάτῳ πάλαι, προκατιδών Μωσῆς, καί ὁ μετάρσιος δίφρῳ, ἐν πυρίνῳ Ἠλίας Χριστέ.

Ἑρμηνεία

Ἀφ᾿ οὗ εἰς τό ἀνωτέρω Τροπάριον εἶπεν ὁ Μελωδός ὅτι συνελάλουν μέ τόν Χριστόν ὁ Μωϋσῆς καί Ἠλίας, τώρα εἰς τό Τροπάριον τοῦτο ἀναφέρει καί διά ἐκεῖνα ὅπου συνελάλουν. Ἐρανίζεται δέ ταῦτα ἀπό τόν Εὐαγγελιστήν Λουκᾶν λέγοντα· «Καί ἰδού ἄνδρες δύο συνελάλουν αὐτῷ, οἵτινες ἦσαν Μωσῆς καί Ἠλίας, οἵ ὀφθέντες ἐν δόξῃ ἔλεγον τήν ἔξοδον αὐτοῦ, ἥν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ» (Λουκ. θ´ 30-31)· ὅθεν ἐπιστρέφων πρός τόν Κύριον λέγει· Ὦ Θεάνθρωπε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Μωϋσῆς, ὁ ὁποῖος Σέ εἶδε τό παλαιόν εἰς τό Σίναιον Ὄρος μέ τό καῖον πῦρ τῆς βάτου καί μή κατακαῖον αὐτήν, ὁμοίως καί ὁ Ἠλίας, ὁ ὁποῖος ἀνελήφθη μέ πυρίνην ἅμαξαν ὡς εἰς τόν Οὐρανόν, αὐτοί οἱ ἴδιοι παρόντες τώρα εἰς τό Θαβώριον Ὄρος, κατεμήνυον καί ἐφανέρωναν τήν ἔξοδον: ἤτοι τόν διά Σταυροῦ θάνατον ὅπου ἔμελλες νά τελειώσῃς εἰς τήν Ἱερουσαλήμ. Ἔξοδος δέ ὁ θάνατος ὀνομάζεται, διότι ἐξάγει ἐκ τῆς ζωῆς ταύτης τόν ἄνθρωπον· ὅθεν καί ἐξόδιον αὐτόν κοινῶς οἱ ἄνθρωποι ὀνομάζουσι· καί ὅρα εἰς τό Τροπάριον τοῦ μεγάλου Σαββάτου τό λέγον «Κύριε Θεέ μου, ἐξόδιον ὕμνον καί ἐπιτάφιον».
Διά πέντε δέ αἰτίας ἐφάνησαν εἰς τήν Μεταμόρφωσιν ὁ Μωϋσῆς καί Ἠλίας, κατά τόν Ἱερόν Θεοφύλακτον λέγοντα· «Πρῶτον, ἵνα δειχθῇ ὅτι καί Νόμου καί Προφητῶν αὐτός ἐστί Κύριος· δεύτερον, ὅτι ζώντων καί νεκρῶν κυριεύει· Ἠλίας μέν γάρ καί Προφήτης ἐστί καί ζῇ ἔτι· Μωσῆς δέ νομοθέτης ἐστί καί τέθνηκε· τρίτον, ἵνα φανῇ ὅτι οὐκ ἐναντίος ἐστί τῷ Νόμῳ, οὐδέ ἀντίθεος· οὐκ ἄν γάρ ὁ Μωϋσῆς συνελάλει τῷ ἐναντιουμένῳ τοῖς Νόμοις αὐτοῦ, οὐδ᾿ ἄν Ἠλίας ὁ ζηλωτής ἠνείχετο αὐτοῦ ἀντιθέου ὄντος· τέταρτον, ἵνα λύσῃ τήν ὑπόνοιαν τῶν λεγόντων αὐτόν Ἠλίαν, ἤ ἕνα τῶν Προφητῶν· καί πέμπτον, ἵνα διδάξῃ τούς μαθητάς τούτους μιμεῖσθαι, καί κατά Μωσῆν μέν πράους εἶναι καί δημαγωγικούς, κατά δέ Ἠλίαν ζηλωτάς εἶναι καί ἀκαμπεῖς, ὅτε δέ καιρός, καί κινδυνευτικούς εἶναι ὑπέρ τῆς ἀληθείας, ὥσπερ καί οὗτος». Τάς αὐτάς αἰτίας λέγει καί ὁ Ζυγαδηνός Εὐθύμιος εἰς τόν δεύτερον τόμον τῆς ἑρμηνείας τοῦ κατά Ματθαῖον.
Πόθεν δέ ἐγνώρισαν οἱ Ἀπόστολοι ὅτι οἱ φαινόμενοι Προφῆται ἦτον ὁ Μωϋσῆς καί Ἠλίας; Ὁ μέν Ἱερός Θεοφύλακτος λέγει ὅτι ἀπό τά λόγιά των ἐγνώρισαν αὐτούς· «Τυχόν γάρ ὁ μέν Μωϋσῆς ἔλεγε, Σύ εἶ, οὗ προετύπωσα τό πάθος ἐγώ, σφάξας τόν ἀμνόν καί τό πάσχα τελέσας· ὁ δέ Ἠλίας ἔλεγε, Σύ εἶ, οὗ τήν ἀνάστασιν προετύπωσα ἐν τῷ τῆς χήρας Υἱῷ». Ὁ δέ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος διαβατικώτερον τοῦτο ἑρμηνεύων, λέγει ὅτι ἐγνώρισαν αὐτούς οἱ Ἀπόστολοι μέ τήν ἀποκαλυπτικήν δύναμιν τοῦ φωτός ἐκείνου τῆς Θεότητος, ἀπό τό ὁποῖον κανένα πρᾶγμα δέν εἶναι κεκαλυμμένον, ἀλλά πάντα εἶναι γυμνά καί φανερά· «Πῶς δέ καί ἐπέγνωσαν, οὕς οὔπω πρότερον εἶδον οἱ Ἀπόστολοι, εἰ μή τῇ ἀποκαλυπτικῆ δυνάμει τοῦ φωτός ἐκείνου; » (Λόγῳ οὗ ἡ ἀρχή «Ἐπαινοῦμεν καί ἡμεῖς»). Καί ἄν τό φῶς ἐκεῖνο ἀποκαλύπτῃ τά μέλλοντα, πόσῳ μᾶλλον ἀποκαλύπτει τά ἐνεστῶτα καί παρόντα, καθώς τόν Μωϋσῆν καί Ἠλίαν; ὁ μέν γάρ Ἠλίας παρών ἦτον ἐν τῷ Θαβώρ μετά σώματος, ὁ δέ Μωϋσῆς μέ ψυχήν γυμνήν καί χωρισμένην σώματος. Συμφωνεῖ δέ τῷ θείῳ Γρηγορίῳ καί ὁ Σιναΐτης Ἀναστάσιος λέγων· «Ἐπέγνωσαν δέ τούς Προφήτας οἱ Μαθηταί· οἱ γάρ πρός τοσοῦτον ὕψος χωρήσαντες, ὥς τε θέας ἀξιωθῆναι τοιαύτης, ἥν Βασιλείαν Οὐρανῶν ὠνόμασεν ὁ ἀποκαλύψας αὐτοῖς ἑαυτόν, πῶς τούς συμμύστας εἶχον ἀγνοῆσαι, καί μάλιστα παρόντος Ἰησοῦ καί φωτίζοντος τό ἡγεμονικόν, καί μορφοῦντος τόν νοῦν πρός τήν ἑαυτοῦ θείαν μορφήν; » (Λόγος εἰς τήν Μεταμόρφωσιν).

Τροπάριον

Σέ τό ἀΐδιον φέγγος, ἐν πατρώᾳ τῇ δόξῃ, οἱ μαθηταί, ὡς εἶδον ἐκλάμψαν Χριστέ, σοί ἀνεβόων· Ἐν τῷ φωτί σου, τάς ὁδούς ἡμῶν εὔθυνον.

Ἑρμηνεία

Βλέπων ὁ Ἱερός Μελωδός τήν ἑορτήν τῆς Μεταμορφώσεως φωτεινοτάτην ὅλην καί ἐξαστράπτουσαν μέν ἀπό τάς ἀκτῖνας τοῦ ἡλιομόρφου προσώπου τοῦ Κυρίου, αὐγάζουσαν δέ ἀπό τό φῶς τῶν ἱματίων αὐτοῦ, διά τοῦτο ἐγέμωσεν ὅλας τάς Ὠδάς τοῦ παρόντος Κανόνος ἀπό ὀνόματα φωτεινά, φεγγοβόλα καί λαμπροφανῆ· ἐξαιρέτως δέ τήν πέμπτην ταύτην Ὠδήν ὅλην καταφωτίζει μέ φωτισμούς πολλούς, καί μέ διάφορα φῶτα ποιεῖται τόν δρόμον αὐτῆς· καί ἡ αἰτία δέν εἶναι ἀνεύλογος· ἐπειδή γάρ ἡ ἑορτή, ὡς εἶπον, εἶναι καθ᾿ ἑαυτήν φωτεινή καί γεμάτη ἀπό θεῖα φῶτα, προσθέτει δέ καί ὁ ποιητής τῆς πέμπτης Ὠδῆς Ἡσαΐας ἄλλα φῶτα ξεχωριστά, λέγων «Ἐκ νυκτός ὀρθρίζει τό πνεῦμά μου πρός Σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τά προστάγματά Σου ἐπί τῆς γῆς» (Ἡσ. κστ´ 9)· διά τοῦτο πλεονάζει καί ὁ Μελωδός ἐν τῇ φωτεινῇ Ὠδῇ ταύτῃ κατά τάς φωτονυμίας, καί ταύτην ἐξαιρέτως μέ φωτισμούς διαφόρους φωτολογεῖ.
Ὅθεν ἐπιστρέφων πρός τόν φωτοδότην Χριστόν, λέγει· Ὦ φωτεινότατε καί ὡραιότατε καί ἡλιοστάλακτε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ φῶς ἐκ φωτός ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθείς, ὅταν οἱ μαθηταί καί Ἀπόστολοί Σου εἶδον Σέ τό ἀΐδιον καί ἄχρονον καί ἄκτιστον φῶς ὅτι ἔλαμψας εἰς τό Θαβώριον Ὄρος ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός, τῆς ὁποίας ὑπάρχεις ἀπαύγασμα κατά τόν Παῦλον τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς Σου, λέγοντα περί σοῦ «Ὅς ὤν ἀπαύγασμα τῆς δόξης καί χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ» (τοῦ Πατρός δηλ.) (Ἑβρ. α´ 3), τότε τόσον κατεπλάγησαν καί ἔκθαμβοι ἔγιναν διά τό ὑπερβάλλον τῆς λαμπρότητός Σου, ὥστε ἄλλο τι δέν ἔλεγον πρός Σέ, εἰ μή ταύτην τήν σύντομον ἱκεσίαν καί δέησιν· Ἴσασον, Κύριε, καί εὐόδωσον τάς ὁδούς τῆς ζωῆς μας μέ τό φῶς τῶν θείων ἐντολῶν Σου. Ἐρανίσθη δέ τοῦτο ὁ Μελωδός ἀπό τόν Δαβίδ τόν πεφωτισμένον ὄντα ἀπό τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅστις εἶπε· «Κατεύθυνον ἐνώπιον Σου τήν ὁδόν μου» (Ψαλ. ι´ 9)· διότι τό ἴδιον εἶναι νά εἰπῇ τινάς φῶς, καί λόγιον Θεοῦ· καθότι τά λόγια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἄλλο, εἰ μή φῶς· «Λύχνος, φησίν ὁ αὐτός Προφητάναξ, τοῖς ποσί μου ὁ Νόμος Σου καί φῶς ταῖς τρίβοις μου» (Ψαλ. ριη´ 105).
Σημείωσαι δέ, ὅτι οἱ Μαθηταί εἶδον εἰς τό Ὄρος τό ἄκτιστον φῶς τῆς τοῦ Κυρίου Θεότητος ὄχι μόνον μέ τόν νοῦν, ὅστις εἶναι ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί μέ τούς αἰσθητούς ὀφθαλμούς τοῦ σώματος. Ἀλλά πῶς εἶδον αὐτό; μένοντας ἐν τῇ φυσικῇ δυνάμει αὐτῶν; ὄχι, ἀλλά ἀλλοιωθέντες εἰς τό κρεῖττον καί θειότερον, καί δυναμωθέντες ὑπό τῆς δυνάμεως τοῦ φωτός ἐκείνου· ἐπειδή κτιστοί καί αἰσθητοί τό ἄκτιστον καί ὑπέρ αἴσθησιν καί νοῦν φῶς χωρῆσαι οὐ δύνανται. Ὑπό τοῦ φωτός ἐκείνου λοιπόν ἐνισχυθέντες καί δυναμωθέντες οἱ τῶν Ἀποστόλων αἰσθητοί ὀφθαλμοί, καί ὑπέρ τούς ὅρους τῆς ἑαυτῶν φύσεως γεγονότες, εἶδον τό ὑπερφυές ἐκεῖνο καί ἄκτιστον καί τῆς θείας οὐσίας ἀχώριστον φῶς, κατά τήν κοινήν δόξαν τῶν Ἱερῶν Θεολόγων· ὅθεν εἶπεν ὁ Ἱερός Μάρκος ὁ Ἐφέσου ἐν μβ´ κεφαλαίῳ τῶν περί θείου φωτός· «Εἰ τήν ἐναντίαν δύναμιν (ἤτοι τῶν Δαιμόνων) οἴδαμεν ἐνεργεῖν τι περί τάς ἀνθρωπίνας ὄψεις, μεταποιεῖν τε αὐτάς καί διατιθέναι παρά φύσιν πρός τό μή ὄν, δηλοῦσι δέ οἱ θαυματοποιοί καί τά πάλαι ἀδόμενα μαγγανεύματα, πῶς οὐ τῇ θείᾳ δυνάμει δώσομεν ἀλλοιοῦν τε καί μεταποιεῖν τούς ὀφθαλμούς ὑπέρ φύσιν δύνασθαι, καί ταῦτα δή πρός τό ὄν, ἤτοι τό θεῖον φῶς; »
Διά τοῦτο καί ὁ ἐκ Δαμασκοῦ Ἰωάννης λέγει πανηγυρίζων εἰς τήν Μεταμόρφωσιν ὅτι οἱ αἰσθητοί ὀφθαλμοί τῶν Ἀποστόλων πρός ἐκεῖνο τό ἄκτιστον φῶς τῆς Θεότητος ἦτον τυφλοί· «Μεταμορφοῦται τοίνυν Χριστός, οὐχ ὅ οὐκ ἦν προσλαβόμενος, οὐδέ εἰς ὅπερ οὐκ ἦν μεταβαλλόμενος, ἀλλ᾿ ὅπερ ἦν τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ἐκφαινόμενος, καί διανοίγων τούτων τά ὄμματα καί ἐκ τυφλῶν ἐργαζόμενος βλέποντας»· πρός τά ὁποῖα λόγια ἐπιφέρει ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος ταῦτα· «Ὁρᾶς ὅτι πρός τό φῶς ἐκεῖνο τυφλοί εἰσίν οἱ κατά φύσιν ὁρῶντες ὀφθαλμοί; οὐκοῦν οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος. Ἐνηλλάγησαν οὖν, καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον, οὐχ ἥν ἀρτίως, ἀλλ᾿ ἥν ἐξ αὐτῆς τῆς προσλήψεως ἔλαβε τό ἡμέτερον φύραμα, θεωθέν τῇ ἑνώσει τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ» (Λόγῳ, οὗ ἡ ἀρχή «Ἐπαινοῦμεν καί ἡμεῖς»)· καί πάλιν· «Οὐ γίνεται τοιγαροῦν καί ἀπογίνεται, οὐδέ περιγράφεται, οὐδέ αἰσθητικῇ δυνάμει ὑποπίπτει τό φῶς τῆς τοῦ Κυρίου Μεταμορφώσεως, εἰ καί δι᾿ ὀφθαλμῶν σωματικῶν ἑώραται, καί πρός ὀλίγον χρόνον, καί ἐν βραχείᾳ τοῦ Ὄρους κορυφῇ» (Αὐτόθι). Ἔφη δέ καί ὁ Θεοφόρος Μάξιμος ἐν ταῖς εἰς τήν Μεταμόρφωσιν θεωρίαις του· «Ἀπό τῆς σαρκός ἐπί τό Πνεῦμα μετέβησαν οἱ Ἀπόστολοι πρίν τήν διά σαρκός ἀποθέσθαι ζωήν τῇ ἐναλλαγῇ τῶν κατ᾿ αἴσθησιν ἐνεργειῶν, ἥν αὐτοῖς τό Πνεῦμα ἐνήργησε, περιελόν τῆς ἐν αὐτοῖς νοερᾶς δυνάμεως τῶν παθῶν τά καλύμματα· δι᾿ οὗ καθαρθέντες τά τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος αἰσθητήρια, τῶν παραδειχθέντων αὐτοῖς μυστηρίων τούς πνευματικούς ἐκπαιδεύονται λόγους».
Ὁ δέ Χρυσορρήμων ἀποδεικνύει ὅτι οὐδέ τά Σεραφίμ δύνανται νά ἰδοῦν ἄκρατον τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κατά συγκατάβασιν τοῦτο βλέπουσι· καί ἄκουσον αὐτοῦ λέγοντος «Σεραφίμ εἱστήκεισαν κύκλῳ αὐτοῦ, ἕξ πτέρυγες τῷ ἑνί, καί ἕξ πτέρυγες τῷ ἑνί, καί ταῖς μέν δυσί κατεκάλυπτον τά πρόσωπα αὑτῶν, ταῖς δέ δυσί, τούς πόδας. Τίνος ἕνεκεν, εἰπέ μοι, καλύπτουσι τά πρόσωπα, καί προβάλλονται τάς πτέρυγας; τίνος δέ ἕνεκεν ἑτέρου, ἀλλ᾿ ἤ διά τό μή φέρειν τήν ἐκ τοῦ θρόνου λάμπουσαν ἀστραπήν καί τάς μαρμαρυγάς ἐκείνας; καίτοιγε οὐκ αὐτό ἄκρατον ἑώρων τό φῶς, οὐδέ αὐτήν ἀκραιφνῆ τήν οὐσίαν (τοῦ φωτός), ἀλλά συγκατάβασις ἦν τά ὁρώμενα. Τί δέ ἐστί συγκατάβασις; Ὅταν μή ὡς ἔστιν ὁ Θεός φαίνηται , ἀλλ᾿ ὡς ὁ δυνάμενος αὐτόν θεωρεῖν οἷός τε ἐστίν οὕτως ἑαυτόν δεικνύη, ἐπιμετρῶν τῇ τῶν ὁρώντων ἀσθενείᾳ τῆς ὄψεως τήν ἐπίδειξιν. Καί ὅτι συγκατάβασις ἦν, ἐξ αὐτῶν τῶν ρημάτων δῆλον· εἶδον γάρ, φησί, τόν Κύριον καθήμενον· Θεός δέ οὐ κάθηται· σωμάτων γάρ ὁ σχηματισμός οὗτος» (Λόγος Γ´ περί ἀκαταλήπτου). Ἐκ τῶν λόγων δέ τούτων τοῦ Χρυσοστόμου συμπεραίνομεν ὅτι ἄν τά Σεραφίμ κατά συγκατάβασιν βλέπουσι τό θεῖον Φῶς, βέβαια καί οἱ Ἀπόστολοι, μ᾿ ὅλον ὅτι ἐδυναμώθησαν οἱ ὀφθαλμοί των, κατά συγκατάβασιν εἶδον τό φῶς τῆς τοῦ Κυρίου Μεταμορφώσεως, ὄχι καθώς αὐτό ἦτον, ἀλλά καθώς αὐτό ἐδύνοντο νά βλέπουν ἐκεῖνοι.

Ὠδή θ´

Τροπάριον

Ἵνα σου δείξης ἐμφανῶς, τήν ἀπόρρητον δευτέραν κατάβασιν, ὅπως ὁ Ὕψιστος, Θεός ὀφθήσῃ ἑστώς ἐν μέσῳ θεῶν, τοῖς Ἀποστόλοις ἐν Θαβώρ, Μωσεῖ σύν Ἠλίᾳ τε, ἀρρήτως ἔλαμψας· διό πάντες σε Χριστέ μεγαλύνομεν.

Ἑρμηνεία

Εἰς διάφορα νοήματα ἐξέλαβε τήν ἑορτήν τῆς Μεταμορφώσεως ὁ Ἱερός Μελωδός ἐν τοῖς προτέροις Τροπαρίοις· τώρα δέ ἐν τῷ παρόντι καλύτερα ἐκλαμβάνει τήν περί αὐτῆς ὑπόθεσιν· ἀκούσας γάρ αὐτός τόν Προφητάνακτα Δαβίδ νά ψαλμωδῇ «Ὁ Θεός ἔστη ἐν συναγωγῇ Θεῶν, ἐν μέσῳ δέ Θεούς διακρινεῖ» (Ψαλ. πα´ 1) ἐνόησεν ὅτι ἡ προφητεία αὕτη τοῦ Δαβίδ προεικόνιζε τό θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεως· διότι ἐπειδή ἔβλεπε μέν ἐν τῷ Ὄρει Θαβώρ τόν Μωϋσῆν καί τόν Ἠλίαν παρισταμένους ἀπό τά δεξιά καί ἀριστερά μέρη τοῦ μεταμορφουμένου Χριστοῦ, ἔβλεπε δέ καί τούς τρεῖς Ἱερούς Ἀποστόλους συντροφεύοντας αὐτούς, ὅλοι δέ αὐτοί καί οἱ πέντε ἔγιναν Θεοί κατά χάριν διά τῆς ἀκτινοβολίας τοῦ ἡλιομόρφου Χριστοῦ, ἐστοχάσθη δέ καί τήν μέλλουσαν παρουσίαν τοῦ Κυρίου καί κρίσιν, ταῦτα λέγει πρός τόν μεταμορφούμενον.
Ὦ ἡλιοστάλακτε Ἰησοῦ, Σύ δέν ἐνήργησας τό θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεώς Σου ματαίως καί χωρίς καμμίαν εὔλογον ἀφορμήν, οὐδέ ἀπλῶς καί ὡς ἔτυχεν ἐπαράστησας κύκλῳ Σου εἰς τό Θαβώριον Ὄρος τόν Μωϋσῆν καί Ἠλίαν καί τούς τρεῖς ἐκλεκτούς Ἀποστόλους, ἀλλ' ἵνα δείξῃς φανερά τήν Μεταμόρφωσίν Σου ἕνα προοίμιον τῆς μελλούσης καί ἐνδόξου παρουσίας Σου· καθώς γάρ ἐν τῇ Μεταμορφώσει ἤσουν Θεός κατά φύσιν ἐν μέσῳ τῶν κατά χάριν θεῶν, τῶν Προφητῶν δηλαδή καί Ἀποστόλων· οὕτω καί ἐν τῇ μελλούσῃ παρουσίᾳ καί δόξῃ Σου ἐν μέσῳ τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων καθεζόμενος, θέλεις διακρίνει τούς κατά χάριν ὄντας Θεούς, καί διαμοιράσει εἰς αὐτούς τάς ἀξίας τῆς μακαριότητος, οὕτω γάρ ἑρμηνεύει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος εἰς τόν περί Βαπτίσματος λόγον· «Φῶς ἡ ἐκεῖθεν λαμπρότης τοῖς ἐνταῦθα κακεθαρμένοις, ἡνίκα ἐκλάμψουσιν οἱ δίκαιοι ὡς ὁ ἥλιος, ὧν ἵσταται ὁ Θεός ἐν μέσῳ, Θεῶν ὄντων καί Βασιλέων, διαστέλλων καί διαιρῶν τάς ἀξίας τῆς ἐκεῖθεν μακαριότητος»· καί ἐν τῇ πρός Κληδόνιον πρώτῃ ἐπιστολῇ ὁ αὐτός οὕτω λέγει· «Ἥξει μετά σώματος, ὡς ὁ ἐμός λόγος, τοιοῦτος οἷος ὤφθη τοῖς μαθηταῖς ἐν τῷ ὄρει, ἤ παρεδείχθη, ὑπερνικώσης τό σαρκίον τῆς Θεότητος». Ὅρα δέ ὅτι ὁ Θεολόγος ἐπρόσθεσε τό «Ἤ παρεδείχθη», διά νά φανερώσῃ ὅτι δέν ἐφάνη ὅλον τό φῶς τοῦ Κυρίου εἰς τούς Ἀποστόλους, ἀλλά ὀλίγον τι, ὅσον ἠδύναντο νά ὑποφέρουν, ὡς εἶπεν ὁ Χρυσορρήμων. Ἀλλά καί ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος τύπον καί προοίμιον τίθεται τήν Μεταμόρφωσιν τῆς μελλούσης μακαριότητας, λέγων· «Τότε δέ, ὅταν ἄφθαρτοι καί ἀθάνατοι γενώμεθα, καί τῆς χριστοειδοῦς καί μακαριωτάτης ἐφικώμεθα λήξεως, πάντοτε σύν Κυρίῳ κατά τό λόγιον ( τοῦ Παύλου δηλ.) ἐσόμεθα, τῆς μέν ὁρατῆς αὐτοῦ Θεοφανείας ἐν πανάγνοις θεωρίες ἀποπληρούμενοι, φανοτάταις ἡμᾶς μαρμαρυγαῖς περιαυγαζούσης, ὡς τούς Μαθητάς ἐν ἐκείνῃ τῇ θειοτάτῃ Μεταμορφώσει» (Κεφάλαιον α´ Περί Θείων Ὀνομάτων).
Ὅθεν ὁ Δαμασκηνός Ἰωάννης ἑρμηνεύων τόν λόγον διά τόν ὁποῖον μετά ὀκτώ ἡμέρας τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ἡ Μεταμόρφωσις ἔγινεν, ὡς γράφει ὁ Ἱερός Λουκᾶς, οὕτω φησίν· «Ἑπτά αἰῶσιν ὁ παρών συμπεραίνεται βίος, ὀγδόη δέ ἡ μέλλουσα βιοτή ἀνηγόρευται, ὡς ὁ μέγας Θεολόγος Γρηγόριος ἔφησε, τό Σολομώντειον ρητόν ἐξηγούμενος, δοῦναι μερίδα τοῖς ἑπτά τῷ παρόντι βίῳ, φάσκων, καί γε τοῖς ὀκτώ τῷ μέλλοντι· ἔδει δέ ἐν τῇ ὀγδόῃ τά τῆς ὀγδόης ἀποκαλύπτεσθαι τοῖς τελείοις· ὡς γάρ ὁ θεῖος ὄντως καί θεηγόρος Διονύσιος ἔλεξεν· οὕτως ὁ Δεσπότης ὀφθήσεται τοῖς ἑαυτοῦ τελείοις θεράπουσιν, ὅν τρόπον ἐν ὄρει Θαβώρ τοῖς Ἀποστόλοις τεθέαται». Λέγει δέ καί ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· Διατί γάρ ὁ μέν (ἤτοι ὁ Ματθαῖος) μετά ἕξ ἡμέρας εἶπεν, ὁ δέ (ἤτοι ὁ Λουκᾶς) ὑπερέβη καί τήν ἑβδόμην τῆς ὀγδόης μνησθείς; Διότι τό μέγα θέαμα τοῦ φωτός τῆς τοῦ Κυρίου Μεταμορφώσεως τῆς ὀγδόης (ἤτοι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος) ἐστί μυστήριον· κατά τήν ὀγδόην γάρ δυνάμει κράτος ἐνεργείας ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀναφαίνεται» (Λόγος οὗ ἡ ἀρχή «Ἐπαινοῦμεν καί ἡμεῖς»).

Τροπαριον

Ἔθελξας πόθῳ μέ Χριστέ, καί ἠλλοίωσας τῷ θείῳ Σου ἔρωτι· ἀλλά κατάφλεξον, πυρί ἀΰλῳ τάς ἁμαρτίας μου, καί ἐμπλησθῆναι τῆς ἐν σοί, τρυφῆς καταξίωσον, ἵνα τάς δύο σκιρτῶν, μεγαλύνω ἀγαθέ παρουσίας σου.

Ἑρμηνεία

Ὁ Θεσπέσιος καί χαριτώνυμος Μελωδός Ἰωάννης, ἐνθουσιάσας τρόπον τινά ἀπό τήν ἀγάπην καί χαράν ὅπου εἶχε πρός τόν μεταμορφωθέντα Χριστόν, εὐχαριστήριον καί ἱκετικόν ποιεῖ τό Τροπάριον τοῦτο· διό λέγει· Ὦ ὡραιότατε καί κοσμοπόθητε καί παντοπόθητε καί μυριοπόθητε Χριστέ, Σύ κατέθελξας καί ἐτράβιξας τήν ψυχήν καί καρδίαν μου εἰς τήν ἔλευσίν Σου μέ τήν δραστικωτάτην μαγνήτιδα τοῦ ἁγνοῦ καί παντοκρατορικοῦ καί πρηστηρίου πόθου σου, καί ὅλον μέ ἠλλοίωσας καί ἄλλον ἐξ ἄλλου ἐποίησας μέ τόν ἔνθεον ἔρωτα τῆς Σῆς ὡραιοτάτης Μεταμορφώσεως.
Ὁ ἴδιος οὗτος Ἰωάννης πανηγυρίζων εἰς τήν ἑορτήν, εἰσάγει καί τόν Πέτρον ἐνθουσιῶντα καί λέγοντα· «Καλόν ἡμᾶς ὧδε εἶναι τῷ Κυρίῳ ἔφησε· τίς γάρ ζόφον φωτός ἀνταλλάσσεται; ὁρᾶτε τόν ἥλιον τοῦτον, ὡς καλός, ὡς ὡραῖος, ὡς ἡδύς, ὡς ποθεινός ἐξαστράπτων καί ἔκλαμπρος, καί τήν ζωήν, ὡς γλυκεῖά τε καί ἀπέραστος, ἧς πάντες ἀντέχονται, καί πάντα δρῶσιν, ὡς ἄν ταύτης μή ἀστοχήσαιεν; πόσῳ μᾶλλον δοκεῖτε τό αὐτοφῶς, ἐξ οὗ φῶς ἅπαν φωτίζεται, ποθεινότερον; καί πόσῳ γλυκυτέρα ἡ αὐτοζωή, ἐξ ἧ ἅπασα ζωή ζωοῦται καί μεταδίδοται, ἐν ἧ πάντες ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν; οὐχ ὅλος γλυκασμός (ὁ Χριστός); οὐχ ὅλος ἐπιθυμία; οὐκ ἔστι λόγος, οὐκ ἔννοια τῆς ὑπεροχῆς τό μέτρον εἰκάζουσα· τοῦτο τό φῶς κατά πάσης τῆς φύσεως ἔχει τά νικητήρια· αὕτη ἡ ζωή ἡ τόν Κόσμον νικήσασα». Λέγει δέ καί Μακάριος ὁ Χρυσοκέφαλος τά ἐρωτοληπτικά ταῦτα ἐν τῷ εἰς τήν Μεταμόρφωσιν λόγῳ αὐτοῦ· «Τί ὡραιότερον τῆς Χριστοῦ συνουσίας; τί δέ ποθεινότερον τῆς θεϊκῆς αὐτοῦ δόξης; οὐδέν τοῦ φωτός ἐκείνου γλυκύτερον, ἐξ οὗ φωτίζεται φωτιστική πᾶσα Ἀγγέλων τε καί ἀνθρώπων ταξιαρχία· οὐδέν τῆς ζωῆς ἐκείνης ἐρασμιώτερον, ἐν ᾗ πάντες ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν· οὐδέν ἡδύτερον τῆς ἀειζώου καλλονῆς· οὐδέν τερπνότερον τῆς ἀλήκτου εὐφροσύνης· οὐδέν ποθεινότερον τῆς ἀϊδίου χαρᾶς, τῆς πανευπρεποῦς εὐπρεπείας, καί τῆς ἀπεράντου μακαριότητος». Ἕως μέν ἐδῶ εἶναι λόγια εὐχαριστιακά τοῦ Μελωδοῦ, τά δέ ἀκόλουθα λόγια εἶναι ἱκετικά καί παρακλητικά· λέγει γάρ ἑπομένως.
Ἀλλ᾿ ὅμως Σύ, κατάκαυσον τάς ἁμαρτίας μου μέ τό πῦρ τό ἄϋλον τῆς Θεότητός Σου καί χρηστότητος, καί ἀξίωσόν με νά χορτάσω ἀπό τήν ἀνεκλάλητον καί αἰώνιον τρυφήν, τήν Σοί καί τῇ Σῇ Βασιλείᾳ εὑρισκομένην, ἀφ᾿ οὗ ἐλευθερωθῶ ἀπό τήν παροῦσαν ζωήν, ἵνα χορεύων καί ἀγαλλόμενος μεγαλύνω τάς ἐπί γῆς δύο παρουσίας Σου, ἤγουν τήν πρώτην, κατά τήν ὁποίαν διά σαρκός ἐπεδήμησας εἰς ἡμᾶς καί ἀναμαρτήτως συνανεστράφης, καί τήν δευτέραν, εἰς τήν ὁποίαν μέλλεις νά ἔλθῃς διά νά κρίνῃς ζῶντας καί νεκρούς, καί νά ἀποδώσῃς ἑκάστω κατά τά ἔργα αὐτοῦ· ἐν γάρ τῇ πρώτῃ Σου παρουσίᾳ ἐχάρισας εἰς ἡμᾶς ὡς ἀρραβῶνα καί προοίμιον τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά τοῦ θείου Βαπτίσματος· ἐν δέ τῇ δευτέρᾳ μέλλεις νά χαρίσῃς εἰς ἡμᾶς τό ὅλον τῆς χρηστότητός Σου καί χάριτος, τό ὁποῖον ἔχεις τώρα κεκρυμμένον, καθώς γέγραπται· «Ὡς πολύ τό πλῆθος τῆς χρηστότητός Σου, Κύριε, ἧς ἔκρυψας τοῖς φοβουμένοις Σε» (Ψαλ. λ´ 20). Διατί δέ ὁ Ἱερός Μελωδός δέν κρύπτει τόν θεῖον ἔρωτα ὅπου εἶχεν εἰς τήν καρδίαν του, ἀλλά τόν φανερώνει; μήπως ἀπό κενοδοξίαν νικώμενος τοῦτο ποιεῖ; Ὄχι ἀποκρίνεται ὁ Χρυσορρήμων, ἀλλά ἀπό τήν θερμότητα τοῦ θείου πόθου· «Τοῦτο, λέγει, τῶν ἐρώντων ἐστί τό ἔθος, μή κατέχειν σιγῇ τόν ἔρωτα, ἀλλ᾿ εἰς τούς πλησίον ἐκφέρειν καί λέγειν ὅτι φιλοῦσι· θερμόν γάρ τι χρῆμα τῆς ἀγάπης ἡ φύσις καί σιγῇ στέγειν αὐτήν οὐκ ἀνέχεται ἡ ψυχή» (Ἑρμηνείᾳ εἰς τόν μα´ Ψαλ. προκειμένου ρητοῦ «Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος»).
Ἄμποτε δέ καί ἡμεῖς οἱ ψάλλοντες καί ἀναγινώσκοντες καί ἀκούοντες τόν παρόντα ἀσματικόν Κανόνα νά ἀναβῶμεν ἐπάνω εἰς τό Ὄρος Θαβώρ, καί νά ἰδοῦμεν τήν δόξαν τῆς Θεότητος τοῦ φωτοδότου Χριστοῦ· ἐπειδή ὁ Κύριος, κατά τόν θεοφόρον Μάξιμον, δέν φαίνεται εἰς ὅλους μέ τόν ἴδιον τρόπον, ἀλλά εἰς μέν τούς ἀρχαρίους φαίνεται ἐν δούλου μορφῇ, εἰς ἐκείνους δέ ὅπου δύνανται νά ἀκολουθήσουν αὐτῷ ἐπάνω εἰς τό ὑψηλόν τῆς Μεταμορφώσεως Ὄρος ἐν μορφῇ Θεοῦ ἐπιφαίνεται, ἐν ἧ ὑπῆρχε πρό τοῦ τόν Κόσμον εἶναι (Κεφάλαιον ιγ´ τῆς β´ ἑκατοντάδος τῶν Θεολογικῶν). Ὅταν δέ περιφανής καί λαμπρός γένηται εἰς ἡμᾶς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, καί τό πρόσωπον αὐτοῦ λάμψῃ ὡς ὁ ἥλιος, τότε καί τά ἱμάτια αὐτοῦ φαίνονται λευκά, κατά τόν αὐτόν θεῖον Μάξιμον (ἤτο τά ρήματα τῆς Γραφῆς καί τῶν Εὐαγγελίων γίνονται φανερά καί σαφῆ εἰς ἡμᾶς, χωρίς νά ἔχουν κανένα νόημα σκεπασμένον) τότε δέ καί ὁ Μωϋσῆς καί Ἠλίας (ἤτοι οἱ τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν πνευματικώτεροι λόγοι) φαίνονται μέ αὐτόν (Αὐτόθι Κεφ. Ιδ´).
Τότε θέλομεν γνωρίσει καί τί ἐδήλουν αἱ τρεῖς σκηναί· αὗται γάρ εἶναι αἱ τρεῖς ἕξεις τῆς σωτηρίας, κατά τόν αὐτόν Μάξιμον, ἡ τῆς Πράξεως, ἡ τῆς Θεωρίας, καί ἡ τῆς Θεολογίας, καί τῆς μέν Πράξεως τύπος ἦτον ὁ Ἠλίας ὡς ἀνδρεῖος καί σώφρων· τῆς δέ Θεωρίας τύπος ἦτον ὁ Μωϋσῆς, ὡς νομοθέτης καί δικαιοδότης· τῆς δέ Θεολογίας τύπος ἦτον ὁ Δεσπότης Χριστός, ὡς ἐν παντί τέλειος. Σκηναί δέ αὐταί ὠνομάσθησαν κατά σύγκρισιν πρός τάς μελούσας λήξεις καί οὐρανίους μονάς, αἵτινες ἀσυγκρίτως θέλουν εἶναι καλύτεραι καί περιφρανέστεραι (Κεφ. ιστ´ αὐτόθι), τάς ὁποίας ἄμποτε νά ἀπολαύσωμεν καί ἡμεῖς, χάριτι καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ μεταμορφωθέντος Χριστοῦ· ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις σύν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρί, καί τῷ ὁμοουσίῳ καί ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Θεολήπτου Φιλαδεφείας

 Κατήχηση Ε’
 Στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ
 καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ

 
1. - Ἡ σημερινή λαμπρή ἡμέρα τῆς Μεταμόρφωσης, ἀπαιτεῖ νά ἐξηγήσω στήν ἀγάπη σας - ἀνάλογα μέ τή Χάρη πού μοῦ δόθηκε ἀπό τό Χριστό πού μεταμορφώθηκε - τό μυστήριο τῆς ἑορτῆς. Καί ἔτσι, ἀφοῦ μάθουμε τή δύναμη τοῦ μυστηρίου πού κρύβεται μέσα της, νά ἑορτάζουμε ἀπό δῶ καί πέρα ὄχι μόνο ψάλλοντας ἱερούς ὕμνους, ἀλλά καί μέ σωστή ζωή. Ἐπειδή αὐτό ἀκριβῶς, δηλαδή ἡ προκοπή μας στά καλά ἔργα, ἀποδεικνύει καί ὅτι ἔχουμε ἐπίγνωση τῆς δωρεᾶς πού ἀξιωθήκαμε καί ὅτι ἔχουμε ἀνακαλύψει τό θησαυρό της, τιμώντας ἔτσι σεβαστικά τήν ἑορτή καί μέ τά λόγια καί μέ τά ἔργα μας.
2. - Ἐκεῖνος πού βαδίζει σέ πεδιάδα περπατάει εὔκολα, ἐπειδή ὁ τόπος εἶναι ὁμαλός καί διευκολύνει τήν ὁδοιπορία. Ὅποιος ὅμως ἀνεβαίνει σέ βουνό κοπιάζει καί λούζεται στόν ἱδρώτα, ἐξαιτίας τῆς ἀνηφοριᾶς, τῆς σωματικῆς πίεσης καί τῆς κόπωσης πού ἐκείνη προκαλεῖ.
Μέ ἴσια, ὁμαλή καί εὐκολοπερπάτητη γῆ, παρομοίασε τό βίο μέσα στίς ἡδονές, τήν ἄνεση καί τήν τρυφή τῆς “κατά σάρκαν” ζωῆς. ᾿Eπειδή ἡ ζωή αὐτή περνάει μέσα στήν ἄνεση καί τήν εὐκολία τῶν μάταιων ἡδονῶν.
Μέ βουνό πάλι, παρομοίασε τήν ἐνάρετη ζωή, ἐξαιτίας τῆς ἐγκράτειας σέ ὅλα, τῆς ἀγριάδας τῆς ἄσκησης καί τοῦ πόνου πού ὑποφέρουμε ἀπ' ὅσα θλιβερά μᾶς ἀπαντοῦν στή ζωή.
3. - Ὅποιος συζεῖ μέ τήν ἐγκράτεια καί πορεύεται σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί ὅποιος καταμαραίνει τίς σωματικές ἡδονές, ἐκεῖνος ἀποδεικνύεται, σάν τόν ἀπόστολο Πέτρο, πιστός καί θερμός μαθητής τοῦ Κυρίου. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, θανατώνει τό κοσμικό φρόνημα, καταργεῖ τούς σαρκικούς λογισμούς, ἑτοιμάζεται γιά τήν κακοπάθεια πού συνεπάγεται τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἐλέγχει ἐκείνους πού ζοῦν ἄσχημη καί ἁμαρτωλή ζωή καί ὑπομένει γιά χάρη τῆς ἀλήθειας τίς κακώσεις πού αὐτοί τοῦ προκαλοῦν, ἐπιδεικνύοντας ἔτσι τό ζῆλο τοῦ ἀποστόλου Ἰακώβου.
Ὅποιος πάλι ἔχει κάνει ἀπόλαυση καί τροφή τῆς διανοίας του τά ἱερά λόγια, ὅποιος φλέγεται ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς μελέτης καί ἀσχολεῖται ἐπίμονα καί εὐχάριστα μέ τούς λόγους τῆς φύσεως καί τήν κατανόηση τῆς ἀλήθειας, αὐτός μιμεῖται τόν τρόπο σκέψεως καί ζωῆς τοῦ εὐαγγελιστή Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου. Αὐτός μέ τό σῶμα, τήν ψυχή καί τή διάνοια ἀκολουθεῖ κατά βῆμα τόν Κύριο. Αὐτός πάντα τρέχει τό θλιβερό δρόμο τῆς ἀρετῆς, ἀνεβαίνει στό î νοητό ὄροςï καί προσεύχεται ἀπερίσπαστα. Ἐπειδή ἐκεῖ ἐκτελεῖται ἡ καθαρή προσευχή, πού διώχνει μακριά κάθε ἔννοια αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί φωτίζει ὁλόκληρο τό νοῦ, αὐξάνοντάς τον μέ τό λάδι τῆς θείας ἀγάπης καί καταυγάζοντάς τον μέ θεῖες φωτοχυσίες.
4. - Ὅταν ὁ νοῦς φωτίζεται μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί ὅταν, μέ τήν ἀπερίσπαστη προσευχή, λάμπει καί ἀκτινοβολεῖ ἀπό τή θεία γνώση, ὅταν ἐπίσης διατηρεῖ καθαρά ὅλα τά κινήματα τοῦ σώματός του, τότε ἀπό τό στόμα βγαίνουν λόγια γεμάτα σύνεση καί σοφία. Τότε τά αἰσθητήριά του καλύπτονται ἀπό τή ὀμορφιά τῆς σεμνότητας καί τά σωματικά μέλη του κοπιάζουν στή διακονία τῶν καλῶν πράξεων. Τότε ὅλος ὁ ἄνθρωπος γίνεται φῶς, γιατί ἡ ψυχή γίνεται λυχνάρι του φωτεινό, πού φέγγει ”τό φῶς τό ἀληθινό, ἐκεῖνο πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο” τῶν ἀρετῶν. (Ἰωάν. 1,19).
5. - Αὐτός πού ζεῖ καί πορεύεται μ’ αὐτό τόν τρόπο ”δέν συμμορφώνει τή ζωή του μέ τό φρόνημα αὐτοῦ τοῦ κόσμου” (Ρωμ. 12,2 & Γαλ. 1,4) πού φθείρεται καί πεθαίνει. Αὐτός, ἀκούγοντας τόν ἀπόστολο Παῦλο - ὁ ὁποῖος βλέποντας τά ἀθέατα, λέει ὅτι ”ὁ Θεός θά ἀφανίσει τή μορφή αὐτοῦ τοῦ κόσμου” (Α‘ Κορ. 7,31) - δέν γυρίζει πίσω στά ἐπίγεια πράγματα. Αὐτός ξεπερνάει ὅσα φθείρονται καί χάνονται, ὅσα ἔχουν μόνο σχῆμα καί ὄχι ὕπαρξη. Γιατί, ὅπως τό σχῆμα ἐμφανίζεται γιά λίγο καί μετά ἀφανίζεται, ἔτσι καί τά πράγματα τῆς ζωῆς αὐτῆς δέν ἔχουν τίποτα σίγουρο καί σταθερό. Γι’ αὐτό λοιπόν, αὐτός ὁ ἄνθρωπος, καί τό λογισμό του ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἐπιθυμία τῶν ὁρατῶν πραγμάτων καί τά εὐχάριστα αὐτῆς τῆς ζωῆς, τά περιφρονεῖ ὡς κάτι οὐσιαστικά ἀνύπαρκτο. Αὐτός ἀγκαλιάζει μ’ ὅλη του τήν ὕπαρξη τά ἀθάνατα πράγματα τῆς μέλλουσας ζωῆς. Αὐτός μεταμορφώνεται συνεχῶς, μέ τό νά ἐπιστρέφει καθημερινά στόν ἑαυτό του καί μέ τό νά ἀναμορφώνει κάθε ὥρα καί στιγμή τόν τρόπο τῆς σκέψης του, ἔτσι ὥστε, μέ τήν ἐπίδοση καί τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, νά ἀποχωρίζεται τά κακά καί νά ἐγκολπώνεται τά ἀγαθά.
6. - Ὅταν ὁ ἀγωνιστής τῆς εὐσέβειας καλλιεργεῖ τόν ἑαυτό του καί προκόβει ἀνεβαίνοντας σέ τέτοια πνευματικά ὕψη - ἐπειδή ἀκριβῶς οἰκοδομεῖται σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐπειδή λάμπει σάν φωτεινό ἀστέρι - παρακινεῖ καί ἀνάβει καί τῶν ἄλλων τόν ζῆλο, γιά τή μίμηση τοῦ καλοῦ. Ἔτσι τιμάει τή Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ μέ ὅλο του τό σῶμα καί μέ ὅλο του τό πνεῦμα, γνωρίζοντας βαθιά καί οὐσιαστικά τό μυστήριο τῆς ἑορτῆς καί ἑρμηνεύοντάς το ἔμπρακτα στό περιβάλλον του. Γιατί ὁ Χριστός μέ τήν θεία Του Μεταμόρφωση, προμήνυσε ταυτόχρονα καί τήν ἄρρητη δόξα, μέ τήν ὁποία θά ἔρθει νά κρίνει τόν σύμπαντα κόσμο. Ἔκανε ἀκόμα ὁλοφάνερη τήν λαμπρότητα τῆς ὁποίας θά γίνουν μέτοχοι ἐκεῖνοι πού θά εὐαρεστήσουν στό Θεό. Τέλος δίδαξε κάθε πιστό νά προετοιμάζει πάντα τόν ἑαυτό του, ὥστε νά εἶναι κάθε στιγμή δοχεῖο κατάλληλο καί χωρητικό τῆς θείας ζωῆς καί τῆς μέλλουσας μακαριότητας, ὄντας σάν τό κερί πάντα σέ θέση νά δεχθεῖ τό θεῖο φῶς.
7. - Συμβαίνει μέ τόν πιστό ὅ,τι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τό κερί. Αὐτό καθώς λυώνει μέ τήν πύρωση τῆς φωτιᾶς, λόγῳ τῆς λιπώδους του φύσεως, τρέφει καί συντηρεῖ τή φωτιά, διατηρώντας ἔτσι τό φῶς καί καταφωτίζοντας ὅσους τό πλησιάζουν. Ὁ πιστός ἄνθρωπος, ἔχοντας συμπήξει μέσα του τά κεριά τῆς θείας γνώσεως - πού εἶναι ἀκριβῶς τά ἄνθη τῆς ἀρετῆς - καί ἔχοντας ξεκόψει, μέ τή βοήθεια καί τή θέρμη τοῦ θείου ἔρωτος, ἀπό κάθε γήινη ἐπιθυμία, ἔχει οὐσιαστικά προετοιμάσει ἀπό ἐδῶ κιόλας τόν ἑαυτό του, γιά νά γίνει ἐκεῖνο τό κατάλληλο λυχνάρι. Βασισμένος στό νόμο τῆς θείας ἀγάπης, περιμένει κι αὐτός μέ λαχτάρα νά ὑποδεχθεῖ, ὅταν ἔρθει ἡ μέλλουσα ζωή, τό θεῖο καί ἄρρητο ἐκεῖνο Φῶς καί νά ἀπολαύσει τήν συνεχή καί ἀτελεύτητη λαμπρότητα, πού πηγάζει ἀπό ἐκεῖ.
8. - Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί ὁ κόπος πού καταβάλλεται γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, γίνονται τροφοδότες τῆς θείας δόξας. Ὁ Κύριος, καθώς γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ἔχει πεῖ: ”Θά ἀγαπήσω αὐτόν πού τηρεῖ τίς ἐντολές μου καί θά τοῦ φανερώσω τόν ἑαυτό μου” (Ἰωάν. 14,21). Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν, τό αἰσθητό φῶς καταναλώνει τό κερί γιά νά συντηρηθεῖ, ἔτσι καί ἡ δόξα τοῦ Θείου φωτός, τροφοδοτεῖται ἀπό τίς ἀρετές τῆς ψυχῆς καί καταλάμπει ἐκείνους, πού τή δέχονται μέσα τους.
Ὁ Χριστός ἔχει πεῖ: ”Τροφή μου εἶναι τό νά κάνω τό θέλημα τοῦ οὐράνιου Πατέρα μου, πού μέ ἔχει στείλει καί νά τελειώσω τό ἔργο Του” (Ἰωάν. 4,34). Καί ὁ προφήτης Δαυίδ λέει: ”Μέσα στό θέλημά Του εἶναι κρυμμένη αἰώνια ζωή” (Ψαλμ. 29,6).
9. - Κατά συνέπεια, ὁ ἐργάτης τοῦ ἀγαθοῦ καί θά ζήσει καί θά θερίσει τούς καρπούς τῶν κόπων του, μέ τή Χάρη τοῦ Καθηγητή τῆς σωτηρίας μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος δοξάζει αὐτούς πού Τόν δοξάζουν.
Σ’ Αὐτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, μαζί μέ τόν Ἄναρχο Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα Του, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.